Category Archives: Συσπείρωση Αναρχικών

Το μεγαλείο της ποταπότητας – περί σάτιρας, ελευθερίας του λόγου… Νόαμ Τσόμσκυ βίντεο

Ένα κείμενο από την συσπείρωση αναρχικών

Σε πολύ μεγάλο βαθμό συμφωνώ με κάποιες ψιλοαντιρρήσεις στο ηθικόν του πράγματος ότι η πρόκληση και ο χαβαλές τύπου πάτερ παστίτσιου ή γελοιοποίηση και απομυθοποίηση συμβόλων είναι ενδεχομένως κατανάγκην κάτι μόνο αρνητικό

θεωρώ ότι κάθε τι πρέπει να εξετάζεται μέσα στο πλαίσια που το περιβάλλουν, υπό την έννοια ότι ενδεχομένως αυτή την περίοδο της γελοίας θρησκευτικότητας η γελοιοποίηση συμβόλων τύπου γέροντα παίσιου που διαιωνίζουν την αποχαύνωση ενδεχομένως να έχει θετική χροιά και όχι αρνητική

εδώ η άποψη του Νόαμ Τσόμσκυ για την λεγόμενη ελευθερία του λόγου που θεωρεί ότι πρέπει να είναι απεριόριστη υπό την έννοια ότι ο καθένας θα πρέπει να αφήνεται λέει και να ισχυρίζεται ό,τι θέλει σε σχέση με ιστορικά κλπ γεγονότα και ο καθένας να αφήνεται να πιστέψει ή όχι με κριτική σκέψη

θα πρέπει να απαγορευτεί σε κάποιον να αμφισβητεί το ολοκαύτωμα των εβραίων από τους ναζί;

ο τσόμσκυ λέει ότι όχι, δεν θα δώσω αυτό το δικαίωμα στο κράτος αλλά  αυτό που μπορώ να κάνω είναι να παραθέσω επιχειρήματα κατά αυτή της αυθαίρετης ανιστόρητης άποψης

http://anarchypress.wordpress.com/2012/10/15/%CF%84%CE%BF-%CE%BC%CE%B5%CE%B3%CE%B1%CE%BB%CE%B5%CE%AF%CE%BF-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%BF%CF%84%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1%CF%82/

 

Το «μεγαλείο» της ποταπότητας

Μετά από τη δίωξη, που ασκήθηκε εναντίον 27χρονου που είχε το Μπλογκ gerontas pastitsios «για κακόβουλη βλασφημία και καθύβριση θρησκευμάτων», μια σειρά αντιδράσεις και τοποθετήσεις σχετικά με την ελευθερία του λόγου διέτρεξαν όχι μόνο τη «μπλογκόσφαιρα» αλλά ξεχύθηκαν στον κοινωνικό χώρο. Ευθύς μόλις έγινε γνωστή η άσκηση δίωξης τόσο οι αμύντορες της ελευθερίας του λόγου όσο και οι υπερασπιστές των ιερών και οσίων, επάνδρωσαν τα αντίστοιχα χαρακώματα. Στους αμύντορες συγκαταλέχθηκαν ο Παπαδημούλης και ο Κουβέλης. Το κόμμα του τελευταίου επισήμανε πως «η σάτιρα γεννήθηκε στην αρχαία Αθήνα». Σκόπιμα αμαθή τα αριστερά δεκανίκια του συστήματος. Αν και μάλλον είναι χαμένος κόπος, καλό είναι να τους θυμίσει κάποιος ότι ο Σωκράτης καταδικάστηκε σε θάνατο «για ασέβεια προς τους θεούς και για διαφθορά των νέων». Ταυτόχρονα με αυτό το «επεισόδιο» ξεπήδησαν και κάποιες σατιρικές και μη σελίδες με σκοπό να προσθέσουν το λιθαράκι, τον ογκόλιθο ή την χοντροκοπιά τους σε ένα πανηγύρι α-νοησίας και λιθοβολισμού άδειων πουκάμισων.

Ένα χιλιοπαιγμένο έργο ήρθε και πάλι στο προσκήνιο με τις κουίντες να κρύβουν τους καγχάζοντες εξουσιαστές, επειδή είναι γνωστό πως ανάλογα με τον χαρακτήρα που δίνουν, στον κρατικό μηχανισμό που εγκαθιδρύουν, προστατεύουν την θρησκεία ή την καταπολεμούν (όπως συνέβαινε στα κομμουνιστικά καθεστώτα) πότε με την προσπάθεια πλύσης εγκεφάλου και πότε με την βία και την απειλή ποινών.

Τελικά ο 27χρονος, που ισχυρίστηκε πως ήθελε να κάνει σάτιρα κι όχι να βλασφημήσει, αφέθηκε ελεύθερος και για την υπόθεση ορίστηκε τακτική δικάσιμος.

Αξίζει, πάντως, να επισημάνουμε την διατύπωση ενός αρκετά αρμόδιου, του Τζόναθαν Σουίφτ, σχετικά με το τί είναι σάτιρα. Μας λέει: «Είναι ένα είδος καθρέφτη, όπου βλέπουμε όλα τα άλλα πρόσωπα, εκτός από το δικό μας». Υπάρχει ακόμα και η άποψη πως σάτιρα είναι «το να ανακαλύπτεις δυσάρεστα πράγματα για τον εαυτό σου και μετά να τα λες για άλλους».

Ερχόμαστε τώρα να δούμε κάποιες παραμέτρους που σχετίζονται με τη πανσπερμία καταστάσεων και που συνδέονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με το γεγονός που ξεκινήσαμε το κείμενό μας.

Η «αποκάλυψη»

Με το συμβάν, που προαναφέραμε, «αποκαλύφθηκε» πως η περιβόητη ελευθερία λόγου που «ισχύει» στο διαδίκτυο, αλλά και οπουδήποτε αλλού, ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του κράτους.

Ειπώθηκε και γράφτηκε πως αυτή η κίνηση εκ μέρους των διωκτικών αρχών έχει πολιτικές σκοπιμότητες. Αυτό μπορεί να έχει κάποια βάση. Οι πολιτικές σκοπιμότητες είναι ένα μόνο μέρος των επιδιώξεων που συνήθως υπάρχουν όταν ασκείται λογοκρισία, αλλά έχουν εκδηλωθεί πολλές περιπτώσεις εφαρμογής των λογοκριτικών διατάξεων του νόμου όπως, για παράδειγμα, όταν υπάρχουν εσωτερικές αντιθέσεις μέσα στο κάθε σύστημα εξουσίας, για λόγους αποπροσανατολισμού, προκειμένου να κατασταλεί ανεπιθύμητη άποψη ή στις περιπτώσεις εκείνες όπου προετοιμάζεται το έδαφος για την επιβολή μέτρων ορισμένου χαρακτήρα. Επίσης, μπορεί να οφείλεται σε «υπερβάλλοντα ζήλο» εκ μέρους κρατικών υπαλλήλων ή σε μια πρόσκαιρη κίνηση του κράτους.

Σε κάθε περίπτωση, η επιπολαιότητα (αν όχι κάτι χειρότερο) που χαρακτηρίζει τους διάφορους οπαδούς και εκφραστές της ελευθερίας του λόγου, πολλές φορές γίνεται εφαλτήριο για να τεθούν σε εφαρμογή οι εκάστοτε σχεδιασμοί της κυριαρχίας.

Δεν είναι, επομένως ανάξια λόγου τα ερωτηματικά για την αναζωπύρωση της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε υπερασπιστές της θρησκείας και σε πολέμιούς της, την ίδια στιγμή που υπάρχει ανοικτή η προοπτική ανέγερσης ισλαμικού τζαμιού. Σ’ αυτήν την περίπτωση η τόνωση του φανατισμού και η συσπείρωση του «χριστεπώνυμου πλήθους» θα μπορούσε να γίνει εκμεταλλεύσιμη από διάφορες πολιτικές μερίδες της εξουσίας και ένα διαπραγματευτικό χαρτί στα παζάρια ανάμεσα σε εξουσιαστές.

Δεν πρέπει, ακόμη, να αφήσουμε στην άκρη μία, όχι αμελητέα, ένδειξη πως με την άσκηση της συγκεκριμένης δίωξης, κατά το χρονικό διάστημα όπου προετοιμάζεται ένα ακόμη «μνημόνιο», επιχειρήθηκε ένας αποπροσανατολισμός. Ας μην ξεχνάμε πως αντίστοιχος «ντόρος» είχε προκληθεί με τα βίντεο της Τζούλιας Αλεξανδράτου και κατά την έναρξη του μνημονιακού μαραθώνιου δρόμου. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε πως τέτοιου είδους ντόρος έχει μεγάλες πιθανότητες να επιτύχει έναν εκτεταμένου χαρακτήρα αποπροσανατολισμό. Αλλά, δυστυχώς, υπάρχουν πάντα οι επιρρεπείς σε τέτοιες προκλήσεις, οπότε αυτό προσμετρείται στα «συν» υπέρ των κρατούντων.

[Παρενθετικά, είναι χρήσιμο να ειπωθεί πως τα 32 ονόματα των βουλευτών που βγήκαν στη «φόρα» είναι ένα σαφές τέχνασμα αποπροσανατολισμού του κόσμου από τα εφαρμοζόμενα μέτρα. Είναι μια προσπάθεια τόνωσης των ψευδαισθήσεων ότι κάποιοι θα τιμωρηθούν, ώστε να υπάρχει «αντίβαρο» στα μέτρα εξαθλίωσης και σκληρότερων συνθηκών υποταγής, που εφαρμόζονται. Εννοείται πως δεν μας ενδιαφέρει ενδεχόμενη τιμωρία κάποιων από αυτούς, επειδή σε κάθε περίπτωση αυτά είναι «κολοκύθια στο πάτερο», όπως θα έλεγαν και οι προγενέστεροί μας].

Αλλάχ ου Άκμπαρ

Εννοείται πως δεν είναι άσχετο με το ζήτημα της ελευθερίας του λόγου και το ακόλουθο περιστατικό: Στις 23 Σεπτεμβρίου, 700 «φανατισμένοι» που έκαναν μετάνοιες στην Ομόνοια, δίκην επίδειξης, στη συνέχεια άρχισαν να φωνάζουν πως ο Θεός είναι μεγάλος («Αλλάχ ου Άκμπαρ») λες και κάποιος τους είπε πως ήταν… μικρός. Ακολούθησε απαγόρευση της πορείας τους προς την αμερικανική πρεσβεία, δακρυγόνα και αψιμαχίες με τα ΜΑΤ.

Στην πραγματικότητα η κινητοποίηση αυτή αφορούσε μια άθλια ταινία που γυρίστηκε στις ΗΠΑ και η οποία χυδαιολογεί κατά του Μωάμεθ.

Αλλά μπορεί στ’ αλήθεια κάποιος να πιστέψει πως ο Μωάμεθ είχε την ανάγκη της προστασίας των 700 ηλιθίων ανάμεσα στους οποίους υπάρχουν πολλοί (αν όχι οι περισσότεροι) που ποδοπατούν καθημερινά τα όσα ορίζει το Κοράνι; Όχι βέβαια.

Προφανώς, κάποιοι γύρισαν την ταινία με σκοπό να προκαλέσουν την ένταση σε παγκόσμια κλίμακα και κάποιοι άλλοι ανταποκρίθηκαν στην πρόκληση. Οι πολιτικές σκοπιμότητες βρίσκονται στο προσκήνιο αλλά και στο παρασκήνιο.

Έχει όμως κάποια σημασία να επισημανθεί, πως στη βάση της ελευθερίας του λόγου και της πολεμικής ενάντια στις θρησκείες, εκδηλώνεται μια μονοδιάστατη άποψη και συμπεριφορά από όσους υποστηρίζουν πως είναι άθεοι. Ενώ «σέρνουν» τα μύρια όσα ενάντια στη χριστιανική εκκλησία και στο χριστιανισμό, όταν πρόκειται να αντιμετωπίσουν τον μουσουλμανισμό δείχνουν αμήχανοι, ανεκτικοί έως και συνταυτισμένοι με τις κινητοποιήσεις των «φανατισμένων» μουσουλμάνων. Αυτή η κατάσταση δείχνει σαν να υπάρχει ένας περίεργος καταμερισμός όπου π.χ. το ειδικό βάρος των προκλήσεων κατά του ισλαμισμού το έχουν αναλάβει κατά βάση οι ΗΠΑ (οπότε αποκτά «πολιτική νομιμοποίηση» το συνταίριασμα με τους «αγανακτισμένους» πιστούς) και δευτερευόντως κάποιες χώρες της Ευρώπης.

Εκτός, πλέον, κι αν έχουμε κάτι πολύ χειρότερο: Να γίνεται αντιθεολογική προπαγάνδα και χυδαίοι σχολιασμοί εκεί όπου κάποιοι νομίζουν ότι «τους παίρνει», δηλαδή εκ του ασφαλούς. Κι όταν τρίξει τα δόντια το εκκλησιαστικό θηρίο (είτε λέγεται ισλαμικό, είτε λέγεται χριστιανικό), τότε αρχίζουν τα αδιάφορα σφυρίγματα, οι μετάνοιες και οι γονυκλισίες.

Για να εξηγούμαστε. Ούτε ο γέροντας Παΐσιος έχει ανάγκη προστασίας από τον κάθε αστυνομικό ή δικαστικό υπάλληλο ή από τον κρατικό μηχανισμό, αλλά ούτε και ο Ιησούς, ο Βούδας ή ο Μωάμεθ. Όσοι επιζητούν την προστασία των «ιερών και οσίων» τους από το κράτος και τοποθετούνται απέναντι σε κυριολεκτικά κακεντρεχείς (και ατάλαντους) «σατιρικούς», είναι στην ουσία είτε φανατικοί, είτε ευάλωτοι ή, ακόμα χειρότερο, βλέπουν την θρησκεία τους σαν ένα μαγαζί που κινδυνεύει να χάσει την πελατεία του εξ αιτίας εμπόρων ή μικρεμπόρων του «χαβαλέ». Το ζήτημα οδηγεί σε ένα πραγματικό αδιέξοδο από κάθε άποψη όταν μια μερίδα των «άθεων» αποδείχνεται το ίδιο φανατική και διαχωριστική με αντίστοιχη μερίδα «πιστών».

Βέβαια, σ’ αυτό σημείο θα έλθουν οι οπαδοί του ενός ή του άλλου φανατισμού (ή οι τεχνίτες της πολιτικής ολόιδιοι με τους κοινούς απατεώνες) να ισχυριστούν πως με αυτήν μας την τοποθέτηση τηρούμε ίσες αποστάσεις. Κατανοητός ο λόγος για τον οποίο προβάλλεται ένα τέτοιο «επιχείρημα». Είναι επόμενο να μην θέλουν να καταλάβουν ή πράγματι να μην αντιλαμβάνονται –εξ αιτίας της ταύτισής τους με κάποια από τις εξουσιαστικές «θεότητες»– ότι όσοι προσπαθούν να αναδείξουν την αλήθεια βρίσκονται εις το μέσον πολλαπλών πυρών.Αυτό δεν σημαίνει ότι κρατούν κάποιες ίσες ή άνισες αποστάσεις, το αντίθετο συμβαίνει. Όταν αναδεικνύεις τη βαρβαρότητα και την κτηνωδία της κάθε εξουσιαστικής τάσης, τότε κάνεις εμφανή την βασική τους ομοιότητα. Δεν βρίσκεσαι στη μέση, αλλά περπατάς το δρόμο στον οποίο –αυτοί που κινούνται με υστεροβουλία, δογματισμό, φανατισμό και ασπάζονται τις «εύκολες λύσεις», που σερβίρει η ιδεολογία της κυριαρχίας– έχουν παύσει να πορεύονται. Η «θεωρία» των ίσων αποστάσεων είναι η επινόηση των τεχνικών της πολιτικής και των δογματικών για να καταστήσουν αναξιόπιστο αυτό που πραγματικά τους «πονάει»: την ΑΛΗΘΕΙΑ.

Βούδας = Κούδας κι Ιησούς = Ιούδας;

Ο φανατισμός είναι το όπλο της κάθε εξουσίας θρησκευτικής ή μη, ώστε να αλλοιωθεί η βούληση των ανθρώπων, με επακόλουθο την «τύφλωση» και την αδυναμία να διακρίνουν τη ουσιαστική διαφορά που υπάρχει, για παράδειγμα, ανάμεσα στην εξουσία και σε ό,τι την πολεμά.

Για να ξεκαθαρίσουμε πολύ απλά κάποια πράγματα. Υπάρχουν άνθρωποι που «καθιερώθηκαν» χωρίς οι ίδιοι να το επιδιώκουν πάντοτε. Υπάρχουν φιλοσοφίες και θεωρήσεις που πριν από χιλιάδες χρόνια ανέδειξαν λαμπρούς προσανατολισμούς για την πορεία του ανθρώπινου γένους πάνω στον πλανήτη.

Εννοείται πως οι εξουσίες δεν έμειναν με σταυρωμένα χέρια.Διαστρέβλωσαν το πνεύμα της αλήθειας και της ελευθερίας, και μετά το έφεραν στα μέτρα τους. Το μετέτρεψαν σε δόγμα. Έφτιαξαν δομές και θεσμούς. Έριξαν βαριά πέπλα για να καλύψουν στο σκοτάδι την λάμψη αυτών των ιδεών.

Βρήκαν πρόθυμους σφουγγοκωλάριους που υπηρέτησαν με πάθος τους σκοπούς αυτοκρατόρων και βασιλέων, τυράννων και δημοκρατών, που προκάλεσαν τύφλωση και υποταγή, τρόμο και διασάλευση της πνευματικής λειτουργίας των ανθρώπων, που υπηρέτησαν με κάθε μέσο τις διάφορες εξουσίες –κομμάτι των οποίων έγιναν και οι ίδιοι– για ιδιοτελείς σκοπούς και υλικά οφέλη, που ευνούχισαν τη γνώση και έστρεψαν τους ανθρώπους στην εξαθλίωση και την αναζήτηση τρόπων επιβίωσης κάνοντάς τους έρμαια του χυδαίου υλισμού. Έτσι, ατυχώς, η ελεεινότητα που διαχύθηκε ταυτίστηκε με την πρωταρχική αφετηρία, τις ιδέες που επαγγέλλονταν ένα διαφορετικό κόσμο από αυτόν που κατασκεύασαν οι κυρίαρχοι.

Μέσα σ’ αυτό το πλέγμα αλληλοσυντήρησης ανούσιων καταστάσεων έχουν στηθεί κανονικές εκκλησιαστικές εξουσιαστικές φάμπρικες, έχουν κατασκευαστεί φανατικοί και ψευδολογούντες κατασκευαστές δήθεν θαυμάτων.

Παρ’ όλα αυτά μέσα στο όλο σύμφυρμα υπάρχουν και θαυμαστές εξαιρέσεις, που αναζητούν ή βρίσκουν κάποια επαφή με τις πρωταρχικές ιδέες. Ατυχώς, τόσο η πλευρά της εκκλησιαστικής φάμπρικας τούς αποδίδει πράγματα που ούτε έκαναν, αλλά ούτε και είπαν. Όλα αυτά, βέβαια, με σκοπό να συνεχιστεί η παράδοση της οικειοποίησης, της διαστρέβλωσης και του ευτελισμού. Αυτές οι καταστάσεις δίνουν τροφή στην αθεϊστική-υλιστική πλευρά να πλασάρει με τον πλέον ανοίκειο τρόπο τον δικό της δογματισμό και φανατισμό. Σύγκρουση τυφλών; Αναμφισβήτητα ναι. Όμως γι’ αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει η λαϊκή ρήση: «Τυφλός, τυφλόν οδήγαγε κι οι δυο σε λάκκο πέσαν».

Εδώ θα σημειώσουμε το γεγονός πως ένα μεγάλο κομμάτι αυτών που εντάσσουν τον εαυτό τους στον αναρχισμό, δηλώνουν ταυτόχρονα και άθεοι-υλιστές. Πρόκειται για μια επίκτητη «ιδιότητα» που εκτός από το να στηρίζεται σε τετριμμένα και επιφανειακά επιχειρήματα, (κάποια από τα οποία την εποχή που διατυπώθηκαν είχαν σχετική βαρύτητα), χωρίς να γίνεται κανενός είδους προσπάθεια εμβάθυνσης και επεξεργασίας τόσο σε επίπεδο ιδεών, όσο και στον τομέα της ανάλυσης, με αποτέλεσμα όταν διατυπώνονται να αγγίζουν την γραφικότητα των παραδοσιακών πιστών. Ποιος αγνοεί την ύπαρξη των εκκλησιαστικών εξουσιαστικών εργοστασίων και καταστημάτων όπου αλλοτριώνεται το σώμα και το πνεύμα εκατομμυρίων ανθρώπων;

Κι όμως αγνοείται σκόπιμα πως ο ίδιος ο Ιησούς επιτέθηκε στους εμπόρους που βρίσκονταν μέσα στο ναό. Το ζήτημα είναι αν μένουμε σ’ αυτές τις τετριμμένες και δογματικές επιχειρηματολογίες ή αν προχωράμε. Προσπαθούμε να θριαμβολογήσουμε «βρίσκοντας» τις αντιφάσεις των Χριστιανικών Ευαγγελίων ή προσπαθούμε να αντιληφθούμε το μέγεθος της καταστροφής των γραπτών που ήλθε σαν αποτέλεσμα πολλαπλών επεμβάσεων των κάθε είδους «αντιγραφέων», που τα έφερναν στα μέτρα των «Ιεραρχών» και των αυτοκρατόρων; Ήταν πράγματι μια κοπτοραπτική που μετέτρεψε τα αυθεντικά κείμενα σε μπαλωμένα κομμάτια κατάλληλα για εξουσιαστική χρήση.

Τέχνη και ελευθερία λόγου

Όταν αναφερόμαστε στην «ελευθερία του λόγου» θα πρέπει να έχουμε πάντοτε υπ’ όψη μας ποιος είναι αυτός που καθορίζει τα όρια της και είναι αδιαμφισβήτητο πως είναι οι εξουσιαστές και το κράτος.

Επομένως όσο υπάρχει εξουσία δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική ελευθερία της έκφρασης, ο λεγόμενος ελεύθερος λόγος –για να το διατυπώσουμε καλύτερα– βρίσκεται στην διακριτική ευχέρεια των εκάστοτε κρατούντων.

Εφ’ όσον είναι δεδομένο πως το κράτος διεκδικεί την αποκλειστικότητα σε όλα τα θέματα που αφορούν τη ζωή, τη σκέψη και τη δράση των ανθρώπων, τότε είναι βέβαιο πως μέσω της λογοκρισίας επιβεβαιώνει την κυριαρχία του και όταν του ζητηθεί, τότε εμφανίζεται σαν επικυρίαρχο ανάμεσα στις διαμάχες, οι οποίες, όμως, έχουν κατασκευασθεί ή έχουν αφεθεί να «προκύψουν» και να παγιωθούν, σαν αποτέλεσμα των εξουσιαστικών συνθηκών.

Έτσι, δίνεται το δικαίωμα στην εξουσία να μετασχηματίζει σύμφωνα με το δικό της μοντέλο διάφορες αντιλήψεις σχετικές με τον τρόπο ζωής των ανθρώπινων ομάδων. Πρόκειται για τρόπους ζωής και διαβίωσης που έχοντας αναδειχθεί μέσα από πολύχρονες διεργασίες (αλλά και διαδικασίες, δυστυχώς), όταν εντείνονται οι διχαστικές λογικές και πρακτικές δίνουν την ευκαιρία στην οργανωμένη εξουσία να τις αλώσει, να τις διαστρέψει ή και να τις καταστρέψει.

Η «ελευθερία του λόγου» είναι, επομένως, ένα ακόμη εργαλείο για να μπορούν οι εξουσιαστές να φέρνουν σε πέρας τα σχέδια τους. Το ίδιο συμβαίνει και με την «ελευθερία στην τέχνη». Αυτή κι αν εξυπηρετεί σκοπιμότητες! Δεν έχει σημασία αν ο δημιουργός αναφέρεται σε κάμπους και λιβάδια. Η εξουσία θα βρει την ευκαιρία και τον τρόπο να εντάξει ακόμα και τέτοιου είδους καλλιτεχνικές εκδηλώσεις στους σχεδιασμούς της, ανεξάρτητα από την θέληση ή τις προθέσεις των δημιουργών τους. Έτσι μια ποιητική δημιουργία με αναφορά στη φύση μπορεί κάλλιστα να εμφανιστεί σε δεδομένη χρονική στιγμή με τρόπο που να εκθειάζει τα κρατικά «επιτεύγματα».

Όμως ας αφήσουμε αυτές τις σπανιότατες περιπτώσεις, όπου η τέχνη εμφανίζεται σαν ουδέτερη και ελεύθερη. Ο κανόνας είναι όλες οι «ελεύθερες δημιουργίες» να υπηρετούν ιδεολογικοπολιτικές σκοπιμότητες. Υπάρχουν ελάχιστες περιπτώσεις όπου, μολονότι είναι σαφής ο στόχος και η πρόθεση, αναγνωρίζεται ανεπιφύλακτα το ήθος του δημιουργού. Ποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει το ήθος που αναδεικνύεται μέσα από τα έργα του Αισχύλου, για παράδειγμα;

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί το ίδιο για έργα της «εποχής της κυριαρχίας», που ντύνονται τον μανδύα της σάτιρας ή της καλλιτεχνικής δημιουργίας;

Ποιος θα διανοούνταν το κατρακύλισμα στο οποίο ωθούνται οι άνθρωποι μέσα από έργα όπως αυτό της Λένας Κιτσοπούλου με τίτλο «Αθανάσιος Διάκος- Η Επιστροφή», που επιχορηγήθηκε (όχι τυχαία) από το υπουργείο Πολιτισμού;

Σ’ αυτό το κατασκεύασμα ο Αθανάσιος Διάκος μετακινείται στο χρόνο και βρίσκεται στην εποχή μας στην περιοχή του Ψυρρή να ασκεί το επάγγελμα του σουβλατζή. Προσέξτε το πνευματικό επίπεδο και την χαμέρπεια της συγγραφέως, που χρησιμοποιεί τον συνειρμό του σουβλισμένου από τους τούρκους Διάκου, με τα σουβλισμένα αρνιά ψησταριάς. Το έργο εμφανίζει ένα Αθανάσιο Διάκο να έχει απάνθρωπη συμπεριφορά, να τον απατά η σύζυγος του με έναν Κούρδο μετανάστη και να μένει έγκυος από αυτή τη σχέση. Ο Αθανάσιος Διάκος το μαθαίνει και την δολοφονεί. Λέμε πάλι καλά που η ασύδοτη φαντασία της συγγραφέως δεν τον βάζει να την …σουβλίζει.

Ποια αυτοθυσία και ποια αυταπάρνηση;

Ούτε να διανοηθεί κάποιος πως ο Αθανάσιος Διάκος θα επαναλάμβανε αντίστοιχη δράση και στάση ζωής. Πάνε αυτά! Εδώ πλέον έχουμε «ελευθερία στην τέχνη!». Με αυτήν ποδοπατούνται ιδανικά και οράματα για ένα καλύτερο κόσμο. «Αθανάσιος Διάκος, Γεώργιος Καραϊσκάκης! Σιγά μωρέ! Κορόιδα ήτανε! Ας προσκυνούσαν να τα κονομούσαν!». Αυτά προτάσσει η κυριαρχία και τα «ελευθέρα πνεύματα» των σφουγγοκωλάριών της καλλιτεχνών.

Α, ναι. Τελείωσαν οι διαχωρισμοί! Τώρα πλέον όλοι μπορούν να γίνουν καλλιτέχνες και «σπουδαίοι». Ας είναι καλά το Φωτοσόπ. Παίρνεις τη φωτογραφία του γέροντα Παΐσιου και κολλάς επάνω της μια άλλη φωτογραφία με ένα κομμάτι παστίτσιο. Θρίαμβος! Νίκη! Το ΕΓΩ υπεράνω όλων! Η κενότητα υπερίσχυσε. Ο Γέροντας Παΐσιος κακώς μόνασε. Έπρεπε να ζούσε και να έχει για πρότυπο του τον 27χρονο, τον κάθε 27χρονο χαβαλετζή-ωχαδερφιστή.

Σάτιρα, χλευασμός, ειρωνεία, υπεροψία, κενοδοξία, ωχαδερφισμός και προσπάθεια υποτίμησης των άλλων απόψεων. Η χυδαία υλιστική αντίληψη του «όσα φάμε, όσα πιούμε κι όσα χάψει ο κώλος μας» είναι η προτροπή στην «εποχή της κυριαρχίας», που θέλει να επισκιάσει και να εξαφανίσει τους ορίζοντες της Νέας Εποχής της ανθρωπότητας.

Η κυριαρχία θέλει να κατεβάσει την ανθρώπινη υπόσταση στο τελευταίο σκαλί της αποκτήνωσης, καλλιεργεί ποταπά ενδιαφέροντα και κοντόθωρες επιδιώξεις, όπου η διαρκής αναζήτηση της πρόσκαιρης ικανοποίησης θα καταλαμβάνει την πρώτη (και μοναδική) θέση στις επιδιώξεις του ανθρώπου. Η εξομοίωση των ανθρώπων με τη ζωώδη κατάσταση εκείνουν του σκλαβωμένου όπου το μόνο που αναζητά και τον ενδιαφέρει είναι πώς να επιβιώσει σε ένα «κόσμο» αποξένωσης, αποχαύνωσης και υλικής τελμάτωσης, αναζητώντας ένα πλαστικοποιημένο γέλιο μέσα σε πλαστικοποιημένες τροφές. Μια πλαστή πλαστικοποιημένη ζωή.

Και εννοείται πως γι’ αυτές τις επιδιώξεις της παγκοσμιοποιημένης κυριαρχίας οι άνθρωποι θα πρέπει να έχουν «ελευθερία λόγου». Τα ήθη πρέπει να ποδοπατηθούν, οι άνθρωποι να εκμηδενιστούν, οι όποιες σχέσεις έχουν απομείνει και οι οποίες μπορούν να φέρουν σε λειτουργική επαφή τους ανθρώπους, που οραματίζονται και παλεύουν για ένα λεύτερο κόσμο, θα πρέπει να σαρωθούν με την πλήρη αποδιοργάνωση του κοινωνικού χώρου και όσων τον αποτελούν, με τον απόλυτο διχασμό. Πιστοί εναντίον άθεων, πνεύμα εναντίον υλισμού και αντίστροφα.

«Έλα μωρέ που κάθονται κι ασχολούνται με τον Παΐσιο», θα πει κάποιος της μίας πλευράς και θα προσπαθήσει να τους μειώσει να τους ερεθίσει και να τους προσβάλλει. Είναι ο ίδιος που θα εκφράσει απύθμενο μίσος και φανατισμό και θα θελήσει να κάνει όσο γίνεται μεγαλύτερο κακό σ’ όποιον του θίξει το ίνδαλμά του, που μπορεί να είναι ένας ποδοσφαιριστής, ένας ηθοποιός ή ένας παραβάτης του νόμου.

Η «απομυθοποίηση» προωθεί άλλους μύθους.

Σε σχέση με όσα έχουμε διατυπώσει μέχρι τώρα, έρχονται να αντιπαρατεθούν κάποια «επιχειρήματα» του είδους: «Το χιούμορ είναι ένα μέσο για να ξεφεύγουμε από τις δυσκολίες της ζωής, για να μην τρελαθούμε από τον καταναγκασμό. Είναι μια από τις επινοήσεις της ανθρώπινης ψυχικής ζωής». Καμία αντίρρηση. Μόνο που υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην πηγαία έκφρασή του, που δεν διέπεται από την αλαζονεία και στην υποτίμηση της άποψης, της προσωπικότητας και του τρόπου ζωής άλλων ανθρώπων.

Είναι, λοιπόν, όλα ανάξια λόγου;

Σ’ αυτό το ερώτημα που μας καλεί να υιοθετήσουμε η «λογική» που προωθεί η ενοποιημένη κυριαρχία η απάντηση μας ως αναρχικών είναι κατηγορηματικά αρνητική.

Δεν είναι ανάξια λόγου η αυταπάρνηση, η αυτοθυσία, η ανιδιοτέλεια, ο σεβασμός και ο αυτοσεβασμός. Η έλλειψη μάλιστα των δυο τελευταίων, που είναι αλληλένδετα, γίνεται μπούμερανγκ σ’ αυτούς που προσπαθούν να γελοιοποιήσουν απόψεις και στάσεις ζωής. Ο πόλεμος ιδεών, απόψεων και θεωρήσεων ενάντια σε ιδεολογίες, δόγματα και θεωρίες είναι πραγματικός και ουσιαστικός όσο και ο πόλεμος ενάντια σε κάθε μορφή εξουσίας. Διεξάγεται με βάση την αποδοχή θεμελιακών αντιλήψεων που έχουν εδραιωθεί μέσα στην ψυχή των ανθρώπων μέσα από πολύπλευρες διεργασίες, που έγιναν σ’ όλο το διάστημα που το ανθρώπινο γένος μετρά την ύπαρξή του πάνω στη Γή.

Είναι, επομένως, φανερό πως όσοι ακολουθούν τις εξουσιαστικές λογικές και πρακτικές του μαρξισμού και της υδροκέφαλης καθεστωτικής και μη αριστεράς έχουν «ξεχάσει» πως η αναρχία επιδιώκει με ουσιαστικό λόγο και δράση να ενώσει την ανθρωπότητα. Να την ενώσει με τρόπο που να αναδεικνύεται η ανθρωπινότητα ως συντελεστής για ένα ανεξούσιο και συμβιωτικό κόσμο. Σ’ αυτήν την διεργασία, ο αυτοσεβασμός παίζει καθοριστικό ρόλο για την διαμόρφωση συνθηκών πνευματικής ανύψωσης του καθενός και των κοινών συνθέσεων (κοινοτήτων) μέσα στις οποίες θα επιλέξει να είναι.

Έχει, ως εκ τούτου σημασία η προσπάθειά μας να στήνει σταθερές βάσεις και γέφυρες με το μέλλον που οραματιζόμαστε και θέλουμε να δημιουργήσουμε με άλλους ανθρώπους. Είναι άλλο πράγμα οι απόπειρες γελοιοποίησης κοσμοθεωριών και άλλο η συνειδητή προσπάθεια για την αλλαγή του κόσμου μέσα από ουσιαστικές συνθέσεις απόψεων και πρακτικών, με τρόπο που να αμβλύνονται αντιθέσεις και διαχωρισμοί, να ξεπερνιούνται οι χωρίς υπόβαθρο και προοπτική διχαστικές λογικές και πρακτικές. Αυτό δεν σημαίνει την υιοθέτηση ειρηνιστικών προταγμάτων, αλλά ούτε και πολεμικές ιαχές. Αν προκύψει ένας διχασμός ας έρθει σαν αναπόφευκτη συνέπεια μιας προσπάθειας που προηγήθηκε και δεν έγινε κατορθωτό να έχει αποτελέσματα προς όφελος της ολικής απελευθερωτικής προοπτικής.

Όλα όσα εκτίθενται ως γεγονότα, απαιτούμενα και προαπαιτούμενα, δεν πρόκειται να βρουν τη λύση και εφαρμογή τους όταν θα πάψει να υπάρχει το κράτος. Τα θεμέλια για την εδραίωση ενός ουσιαστικού λόγου, το ξεκαθάρισμα ιδεών κι απόψεων, για να απλωθεί η ελευθερία, κτίζονται από τώρα μέσα από επίπονα ευχάριστες διεργασίες. Επειδή η ελευθερία της έκφρασης προϋποθέτει και ένα σύνολο παραγόντων που την αναδεικνύουν ως ένα μέσο ανύψωσης του ανθρώπινου πνεύματος, αλλά ταυτόχρονα προσδιορίζονται από αυτήν.

Πώς όμως μπορεί να επιτευχθεί αυτή η ανύψωση;

Αυτή η ανύψωση χρειάζεται ευθυκρισία, ειλικρίνεια, αμεσότητα και αυτοσεβασμό. Χρειάζεται μια συνεχής διεργασία, η οποία θα παραμερίζει με ουσιαστικό τρόπο τις επιβαλλόμενες σε κάθε άνθρωπο και σε κάθε ομαδοποιημένο σύνολο συνθήκες και επίκτητες αντιλήψεις και συμπεριφορές, ξεπερνώντας τες και εν ανάγκη αντικαθιστώντας τες με εκείνο τον δημιουργικό τρόπο που απαιτεί η επιλογή μας να συμβάλουμε στην δημιουργία ενός κόσμου ανεξούσιου.

Επειδή η επερχόμενη αναρχία δεν θα ξεπεταχτεί από το πουθενά, ούτε οι εξουσιαστικές και εκμεταλλευτικές δομές και σχέσεις θα καταρρεύσουν έτσι ξαφνικά. Απαιτείται, επομένως, μια συνεχής προσπάθεια, η οποία εκ των πραγμάτων είναι σε ανταγωνισμό με τα όσα έχει καθιερώσει και επιβάλει η εξουσία και η κυριαρχία ευρύτερα. Η κυριαρχία προκαλεί και καθιερώνει την εγκατάλειψη της συνειδητής ανάδειξης όλων των ανθρώπινων ικανοτήτων, γεγονός που επιφέρει ανεπιθύμητες καταστάσεις και υποβάθμιση της ανθρώπινης οντότητας.

Έτσι οι συνθήκες τις οποίες διαμορφώνει οδηγούν σε καταστάσεις όπου η τοποθέτηση πάνω σε μία διατυπωμένη άποψη, γνώμη, γεγονός ή ανάλυση απουσιάζει και τη θέση της καταλαμβάνει ο πολιτικός και χυδαίος αφορισμός, η χονδροειδής «πλάκα», η λασπολογία, η διαστρέβλωση, η συκοφαντία και η βρισιά (χυδαία ή μη, δεν έχει και τόση σημασία). Προωθείται αυτό που ικανοποιεί στιγμιαία, που τροφοδοτεί τα κατώτερα ένστικτα

Ποιοί είναι οι λόγοι που συμβαίνει αυτό;

Ο ένας αφορά τη δογματική στάση εκείνων οι οποίοι αντιλαμβάνονται (αλλά δεν θέλουν να το παραδεχτούν) πως οι απόψεις τους είναι αδύναμες να αντιμετωπίσουν στην ουσία μια διατυπωμένη ιδέα ή θέση και απλώς αναμασούν αυτά που κάπου, κάποιοι, κάποτε είπαν, χωρίς να κατανοούν πως μπορεί να μην έχουν κάποια βάση στήριξης στις δεδομένες συνθήκες.

Ο άλλος έχει σχέση με την ελαφρότητα, την επιπολαιότητα με την οποία αντιμετωπίζονται ζητήματα ουσίας τα οποία έχουν σχέση με την επιθυμητή απελευθέρωση ανθρώπων και φύσης, αλλά και για θέματα που δεν συνδέονται άμεσα με αυτήν και τα οποία αφορούν βαθύτερες έννοιες και στάσεις ζωής, φιλοσοφικές και πνευματικές αναζητήσεις καθώς και συνεισφορές μεμονωμένων ανθρώπων και ομαδοποιημένων συνόλων.

Συνδεμένη με την λεγόμενη κριτική (τι λέξη κι αυτή!) και υποτιθέμενη σάτιρα είναι η προσπάθεια απαξίωσης. Πρόκειται για μια στιγμιαία –κατ’ αρχήν– εκδήλωση, που σε άλλες περιπτώσεις γίνεται μόνιμη χωρίς να προσπαθεί να ανατρέψει με ουσιαστικό τρόπο αυτά με τα οποία διαφωνεί ή βρίσκεται σε ουσιαστική ρήξη, χωρίς να αποδέχεται αναμφισβήτητα γεγονότα, που συνιστούν αυτό που θεωρείται και είναι αληθινό.

Μια τέτοια συμπεριφορά εννοείται πως δεν έχει καμία σχέση με την ύπαρξη κάποιου υπόβαθρου απόψεων και ιδεών που να συμβάλλει έστω με στοιχειώδη τρόπο σε απελευθερωτικές διεργασίες. Απλοϊκά και σύμφωνα με μια καθιερωμένη πρακτική, όπου εφαρμόζεται, παραβλέπεται κάθε προσπάθεια συμβολής στην διαπάλη ιδεών. Εκεί δηλαδή όπου μέσα από την ανατροπή μιας διατυπωμένης άποψης ή ιδέας να επιχειρείται η ανάδειξη μιας ουσιαστικά (κι όχι εικονικά-πλασματικά) απελευθερωτικής θεώρησης.

Πριν, λοιπόν, συνεχίσει κάποιος να ρητορεύει υπέρ της ελευθερίας του λόγου καλό θα είναι να έχει υπ’ όψιν του πως η ασύδοτη, ανεύθυνη, περιστασιακή επιδίωξη του χαβαλέ είναι ενδεχόμενο να προκαλεί σε ένα μέρος αυτών προς τους οποίους απευθύνεται ή έρχεται σε συγκυριακή επαφή, μια εύθυμη διάθεση, που εκτονώνει, ικανοποιώντας κατώτερα ένστικτα.

Είναι όμως κάτι τέτοιο αρκετό; Δεν χρειάζεται μια εμβάθυνση στον τομέα των απόψεων αλλά και στην αναζήτηση και ανεύρεση λύσεων που συμπορεύονται με την προσπάθεια αποτροπής σε βάθος, του τρόπου ζωής που έχει επιβληθεί στον κοινωνικό χώρο και σε όσους τον απαρτίζουν;

Αντί γι’ αυτό, διαπιστώνουμε την κυριαρχία της άσχετης, αμαθούς, καταστροφικής, υπεροπτικής και αυτοκαταστροφικής τσολαρίας, απέναντι στην οποία οφείλουμε ως αναρχικοί να αντιτασσόμαστε με τους τρόπους που αναδεικνύουν και καθιερώνουν της διεργασίες για την ολική απελευθέρωση.

Συσπείρωση Αναρχικών

Από τη ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 120, Οκτώβριος 2012

Sh

Σχολιάστε

Filed under Αναρχισμός, Αναρχοσυνδικαλισμός, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Ελευθερία του λόγου, Μετά την λύση...., Νόαμ Τσόμσκυ, Παγκόσμιο Σύστημα-Αλήθειες κρυμμένες, Συσπείρωση Αναρχικών, Σάτιρα, αναδημοσιεύσεις, βίντεο, ντοκυμαντερ