Έχει καθιερωθεί κάθε Σάββατο να γίνεται στην Λευκωσία το αυτοοργανωμένο πάρτυ συνεύρεση ανθρώπων που επιθυμούν να εκφράσουν με αυτόν τον τρόπο την αντίθεση τους στον εμπορευματοποιημένο και επιβεβλημένο στάνταρ τρόπο «διασκέδασης» σε συγκεκριμένους χώρους που πρέπει να πληρώσεις και να καταναλώσεις
Η συνάθροιση αυτή που γίνεται κάθε Σάββατο αποσκοπεί στο να αναδείξει ακριβώς ότι δεν είμαστε υποχρεωμένοι να πληρώσουμε στον κάθε μαγαζάτορα για να περάσουμε καλά αλλά μπορούμε να αυτοοργανωθούμε και να διασκεδάσουμε όπως εμείς θέλουμε
Αυτό βρήκε τεράστια ανταπόκριση από πάρα πολύ κόσμο ειδικά πολλούς νέους ανθρώπους που ξέφυγαν με αυτό τον τρόπο από τα καλούπια που θέλουν να μας τσουβαλιάσουν οι μαγαζάτορες και γενικά οι μπιζινες μεν της εμπορευματοποιημένης στημένης διασκέδασης
Η αστυνομία το περασμένο Σάββατο ωσάν να πήγαινε σε πόλεμο παράταξε δύο διμοιρίες πάνοπλων με κράνη ρόπαλα και ασπίδες απέναντι σε dj box που έπαιζαν μουσική και παιδιά που χόρευαν και διασκέδαζαν!!!
Είναι σαφές ότι εκτελούσαν εντολές για να τρομοκρατήσουν τον κόσμο και να σταματήσει αυτός ο εναλλακτικός αυτοοργανωμένος μη εμπορευματοποιημένος τρόπος διασκέδασης που δεν πρέπει να πληρώσεις για να περάσεις καλά!
Η αστυνομία δρώντας ως νταβατζής επιχειρηματικών συμφερόντων και μόνο με την εμφανίση της στον χώρο πέρασε το τρομοκρατικό της μήνυμα ειδικά προς τα νέα παιδιά που ενδεχομένως δεν ήθελαν να μπλέξουν με νταβατζήδες με στολή
Υπήρξαν επανειλημμένως προκλήσεις αστυνομικών προς τον χώρο της συνεύρεσης με βρισιές και γύρευαν αφορμή για να διαλύσουν την συνάθροιση αυτή
και από το πουθενά συνέλαβαν δύο άτομα τα οποία ακινητοποίησαν οι πάνοπλοι αστυνομικοί και τα έσυραν με χειροπέδες στους αστυνομικούς σταθμούς
Δεν χρειάζεται να υπεισέλθουμε σε περαιτέρω λεπτομέρειες απλά είναι πολύ σημαντικό να γίνουν γνωστά τα δικαιώματα που έχουμε και τις υποχρέωσεις της αστυνομίας που είναι υποτίθεται εκεί για να τα προστατεύσει
Πιο κάτω παραθέτω μια λεπτομερειακή νομική ανάλυση επεξηγηματική για το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της δημόσιας συνάθροισης και της υποχρέωσης της αστυνομίας να μην παρεμβαίνει σε αυτό το δικαίωμα.
Αντίθετα σύμφωνα με την υπόθεση Platform το Ευρωπαικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποφάσισε ότι μάλιστα η αστυνομία πρέπει να παρεμβαίνει θετικά για να το προστατεύσει, δηλαδή να συνεχιστεί η συνάθροιση και όχι να την διαλύει όπως προσπάθησε να πράξει η αστυνομία το Σάββατο
Γίνονται αναφορές σε κυπριακές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου
Αργότερα θα προσπαθήσω να συντάξω έναν κατάλογο με συνοπτικά τα δικαιώματα που έχουμε όσον αφορά εντάλματα σύλληψης έρευνας κλπ
Το άρθρο 21παρ1 του Συντάγματος ορίζει ότι: «έκαστος έχει το δικαίωμα του συνέρχεσθαι ειρηνικώς»
. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 21 Σ ορίζεται ότι : «ουδείς άλλος περιορισμόςεπιβάλλεται επί της ασκήσεως των δικαιωμάτων τούτων πλην των υπό του νόμου καθοριζομένων, απολύτως δε αναγκαίων μόνος προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημόσιας ασφάλειας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαωμάτων και ελευθεριών των ηγγυημένων υπό του παρό΄ντος Συντάγματος εις παν πρόσωπον είτε το πρόσωπον τούτο μετέχει τοιαύτης συγκεντρώσεως ή είναι μέλος τοιούτων συνεταιρισμών είτε ου.»
Η σημασία αυτού του κατοχυρωμένου συνταγμαικού ατομικού δικαιώματος παίρνει και μιαν άλλη διάσταση και κατοχυρώνεται ακόμη περαιτέρω αφού προσταυτέται εξειδικεύμενα στο άρθρο 11 της Ευρωπαικής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που ορίζει : «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερία του συνέρχεσθαι ερηνικώς και εις την ελευθερίαν συνεταιρισμού συμπεριλαμβανομένου του δικαιωμάτος …….
Σε διεθνές επίπεδο η διακήρυξη θεμελιωδών δικαιματων του ανθρώπου είναι άρρηκτα συνυφασμένη με το ιστορικό κίνημα του συνταγματισμού, δηλαδή την διεκδίκηση της θέσπισης θεμελιωδών κανόνων για τη νομική οργάνωση και πολύ περισσότερο τον περιορισμό της κρατικής εξουσίας από αυθαίερτες παρεμβάσεις.
Για την κατανόηση της νομικής φύσης των συνταγματικών δικαιωμάτων, ιστορικά έπαιξε ρόλο η παραδοσιακή δάκρισή τους σε ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά. Τα ατομικά δικαιώματα συνιστούν αξιώσεις του ατόμου-πολίτη έναντι του κράτους για αποχή από παρεμβάσεις σε μια συνταγματικά κατοχυρωμένη σφαίρα ιδιωτικής αυτονομίας και έκφρασης αυτοπροσδιορισμού.
Το άρθρο 35 Σ ορίζει: «Αι νομοθετικαί, εκτελεστικαί και δικαστικαί αρχαί της Δημοκρατίας υποχρεούνται να διασφαλίζωσι την αποτλεσματικήν εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος μέρους, εκάστη εντός των ορίων της αρμοδιότητας αυτής.»
Η διάταξη αυτή καθιστά σαφές ότι η εγγύηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων από το κράτος δεν εξαντλείται όμως μόνο σε μια απλή υποχρέωση αποχής, αλλά εκτείνεται και σε υποχρέωση όλων των εξουσιών-οργάνων του να διασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του μέρους ΙΙ του Συντάγματος, η κάθε μια μέσα στα όρια της αρμοδιότητας της .
Τούτο μπορεί να απαιτεί ακόμα και ανάληψη πρωτοβουλιών από το Κράτος προκειμένου να προστατευτεί ενεργητικά το δικαίωμα εκείνο το οποίο εγγυάται, όπως είναι το δικαίωμα του συνέρχεσθαι ερηνικώς, ώστε να μην παραμένει η συνταγματική αυτή διάταξη κενό γράμμα χωρίς περιεχόμενο.
Αξιοσημείωτη ως προς το σημείο αυτό είναι η απόφαση Plattform “Arzte fur das Leben» 21/6/1988 Α139 του ΕΔΑΔ με την οποία δέχθηκε πως μια πραγματική και αποτελεσματική ελευθερία του ατομικού δικαιώματος της συνάθροισης, δεν διασφαλίζεται μόνο μέσω της απλής αποχής του Κράτους αλλά επιπλέον το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ επιβάλλει την λήψη ακόμη και θετικών μέτρων εκ μέρους του Κράτου και της αστυνομίας για την προστασία των διαδηλωτών από βιαιότητες αντιφρονούντων.
Με απλά λόγια, όχι μόνο η αστυνομία πρέπει να μην παρεμβαίνει και να απέχει αρνητικά, αλλά ακόμη όταν χρειάζεται οφείλει και πρέπει να παρεμβαίνει θετικά προς την κατεύθυνση της διασφάλισης του δικαιώματος του «συνέρχεσθαι ειρηνικώς» εμποδίζοντας τρίτους από το να παρέμβουν στην συνάθροιση.
Ο ρόλος και σκοπός της αστυνομίας σε μια δημοκρατία ως όργανο του Κράτους είναι πάνω απ΄όλα η διασφάλιση της εφαρμογής και απόλαυσης εκ μέρους των πολιτών των συνταγματικών τους δικαιωμάτων.*
Οι διατάξεις των συνταγματικών θεμελιωδών δικαιωμάτων έχουν αυξημένη τυπική ισχύ και δεν είναι δυνατό να καταργηθούν ούτε απ΄αυτόν τον ίδιο τον εκλελεγμένο νομοθέτη και φυσικά ούτε από οποιεσδήποτε άλλες κρατικές πράξεις και ιδιαίτερα από ένα όργανο υποδεέστερο της Νομοθετικής εξουσίας όπως είναι η αστυνομία.
Με άλλα λόγια εφόσον ακόμη και αυτή η ίδια η Βουλή που είναι το ανώτατο νομοθετικό όργανο του κράτους δεν μπορεί να καταργήσει όποιοδήποτε συνταγματικό δικαίωμα αλλά απλώς μπορεί να το περιορίσει υπό πολύ συγκεκριμένες προυποθέσεις μόνο με ειδικό νόμο, τότε είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να έρχται η αστυνομία και να το καταργεί πλήρως με τις πράξεις της αυθαίρετα, παραβιάζοντας κατάφωρα το Σύνταγμα την Ευρωπαική Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και όλο το συναφές νομοθετικό πλαίσιο.
Οι συνταγματικές επιταγές και οι νομοθετικές διατάξεις που πηγάζουν από αυτές, θέτουν τα νομικά πλαίσια μέσα στα οποία οφείλουν να κινούνται όλα τα όργανα του κράτους, ιδίως σε ό,τι αφορά τις σχέσεις τους με τους πολίτες αφού βασικότατος σκοπός του Συντάγματος είναι να θέτει όρια στην άσκηση της κρατικής εξουσίας και να απονέμει δικαιώματα στους πολίτες που θεμελιώνουν κυρίως την αξίωση αποχής της επέμβασης της κρατικής εξουσιάς από την άσκηση των ατομικών τους δικαιωμάτων (όπως είναι το συνέρχεσθαι ειρηνικώς).
Ξεκάθαρη πάνω σ΄αυτό είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Προέδρου της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων 12/5/2000 την οποία θα δούμε πιο κάτω.
– Γενικότερα μπορούμε να πούμε ότι εκείνο που προέχει στην κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων είναι ο άνθρωπος ως άτομο αλλά και ως μέλος του κοινωνικού συνόλου.
Με αυτήν την έννοια τα συνταγματικά ατομικά δικαιώματα αποτελούν αυτοσκοπούς του Κράτους. Αντίθετα η κρατική εξουσία σε όλες της τις μορφές όχι μόνο δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά το μέσο για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Τα δικαιώματα αυτά έτσι δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν ως εργαλεία στα χέρια του κράτους η οποία τα χρησιμοποιεί αυθαίρετα για την διατήρηση και ενδυνάμωση της εξουσίας του.
Η εργαλειακή αντίληψη των συνταγματικών δικαιωμάτων είναι ίδιον χαρακτηριστικό των ολοκληρωτικών καθεστώτων.
Μια δημοκρατική πολιτεία υφίσταται για να υπηρετεί την ευημερία των ανθρώπων και όχι το αντίστροφο, δηλαδή οι άνθρωποι να χρησιμοποιούνται σαν μέσο για την περαιτέρω ενδυνάμωση και συντήρηση της κρατικής εξουσίας εις βάρος του κοινωνικού συνόλου και των ανθρώπων-πολιτών.
Κάτι τέτοιο φαίνεται κυρίως από τον τρόπο που το κράτος χρησιμοποιεί την βία και την αστυνομική καταστολή, αφού αυτή είναι το κυριότερο του όπλο για την επιβολή της εξουσίας του. Έτσι για να μπορέσουμε να δούμε πότε ένα δημοκρατικό φιλελεύθερο κράτος ρέπει προς τον ολοκληρωτισμο πρέπει να δούμε πότε υπάρχει κατάχρηση της αστυνομικής καταστολής.
Κατάχρηση λοιπόν υφίσταται όταν πέρα από την αναγκαία για την συντήρηση της κοινωνίας προστασίας των συνταγματικών δικαιωμάτων και εννόμων αγαθών η αστυνομική καταστολή επεκτείνεται και κατά της χρήσης από τους πολιτες των συνταγματικων τους δικαιωμάτων όταν αυτα συνιστούν απλώς έκφραση ενός ανεπιθύμητου για το κράτος φρονήματος.
Με τον τρόπο αυτό η εξουσία που ρέπει προς τον ολοκληρωτισμό χρησιμοποιώντας το δραστικό όπλο της αστυνομικής καταστολής επιχειρεί να ποδηγετήσει την συμπεριφορά των πολιτών προς την ιδεολογικά προσκείμενη σ΄αυτήν κατεύθυνση, ελέγχοντας το φρόνημα τους.
Η κατάχρηση της αστυνομικής καταστολής «περνά» στις μάζες πολιτικά μηνύματα τονίζοντας την στάση της κρατικής εξουσίας που ρέπει προς τον ολοκληρωτισμό απέναντι σε ορισμένες κοινωνικές αξίες ή σε ορισμένα γενικά αποδεκτά πρότυπα συμπεριφοράς. Επιδιώξη και όραμα μιας ολοκληρωτικής κρατικής εξουσίας είναι η δημιουργία «φοβισμένων πολιτών» και η δημιουργία τρομοκρατημένων ανθρώπων με δουλική συμπεριφορά.
Ενώ ένα δημοκρατικό φιλελευθερο κράτος για να νοείται ως τέτοιο, πρέπει να προστατεύει και να διασφαλίζει την εφαρμογή των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει.
Ο λειτουργικός προορισμός αυτών των δικαιωμάτων αποσκοπεί στο να καταστήσει εφικτή την λειτουργία του δημοκρατικου πολιτεύματος. Παράλληλα η άσκηση τους αποτελεί έναν τρόπο έκφρασης και ανάπτυξης της προσωπικότητας του πολίτη, ο οποίος έτσι αυτοκαθορίζεται από κοινού με τους συμπολίτες του.
Υπάρχει λοιπόν αντικειμενικά, ανάγκη θεσμών προστατευτικών της ελευθερίας και των συνταγματικών ατομικών δικαιωμάτων του πολίτη, τα οποία όπως είπαμε αποτελούν αυτοσκοπούς του κράτους.
Αυτό επιβάλλεται όχι μόνο για χάρη της μειοψηφίας των διαφωνούντων προς την κρατούσα έννομη τάξη αλλά ιδίως για χάρη και προς το συμφέρον του συνόλου των πολιτών….και αυτό διότι ο κάθε πολίτης ενδέχεται να έχει κάποτε διαφορετική γνώμη από την κράτουσα σε ορισμένη στιγμή και ακόμη διότι η ελευθερία που είναι η Ουσία του δημοκρατικού πολιτευμάτος για να μη νοθεύεται και διακυβευεται πρέπει να είναι αδιαίρετη.
Εν ολίγοις η ελευθερία που αξίζει και έχει πρακτική σημασία δεν είναι τόσο η ελευθερία των συμφωνούντων όσο η ελευθερία των διαφωνούντων, δηλαδή εκείνων που σκέφτονται διαφορετικά. Ελευθερία μόνο για τους κατόχους της εξουσίας των οργάνων της όπως είναι η αστυνομία και τους οπαδούς της όσο πολυάριθμοι και αν είναι δεν είναι ελευθερία, διότι «η ελευθερία χάνει την αποτελεσματικότητα της όταν καταντάει προνόμιο» (Rosa Luxemburg).
Η κατοχύρωση λοιπόν της πραγματικής άσκησης των πιο πάνω ατομικών δικαιωμάτων και της ελευθερίας που θεμελιώνεται στο Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ αποσκοπεί στο κατεξοχήν εκ των ων ούκ άνευ δημοκρατικό δικαίωμα που είναι και η Ουσία της Δημοκρατίας, δηλαδή η ελεύθερη, ουσιαστική και απρόσκοπτη συμμετοχή των πολιτών σε πολιτικά σχήματα ή επιμέρους πολιτικοποιημένες ομάδες όπου από διάφορα βήματα όπως είναι οι συναθροίσεις και οι διαδηλώσεις συμμετέχουν στην λήψη πολιτικών αποφάσεων.
Έτσι είναι αναγκαία η θέσπιση φραγμών, περιοριστικών των εκάστοτε ασκούντων την κρατική εξουσία, οι οποίοι να εγγυώνται την ανεμπόδιστη και ανόθευτη άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων και της αυθεντική βούλησης του λαού συνολικά αλλά και μερικά ώστε οι οποιοιδήποτε κρατούντες να μην μπορούν να τον εξαναγκάσουν με τα μέσα που διαθέτουν και ειδικότερα την αστυνομική καταστολή να «θέλει»» ό,τι θέλουν αυτοί.
Φυσικά και τα ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες δεν ανεπίδεκτα κάποιων κατ΄εξαίερεση περιορισμών. Ο περιορισμός όμως των ατομικών ελευθεριών που γίνεται σε συνάρτηση με τις ελευθερίες των άλλων, είχε προβλεφθεί ήδη στην γαλλική διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη του 1789 που όριζε στο άρθρο 4 ότι : «η ελευθερία έγκειται στο να μπορεί κανείς να κάνει κάθε τι που δεν βλάπτει τον άλλο, έτσι η άσκηση των φυσικών δικαιωμάτων κάθε ανθρώπουδεν έχει άλλα όρια από εκείνα που εξασφαλίζουν στα άλλα μέλη της κοινωνίας την απόλαυση αυτών των ίδιων δικαιωμάτων»
Ετσι η ελευθερία των άλλων δεν είναι μόνο όριο, αλλά και προυπόθεση για την ελευθερία του καθενός, όπως και η ελευθερία του καθενός είναι προυπόθεση για την ελευθερία όλων.
Ξεκάθαρη όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ως προς την έννοια και την ουσία των ατομικών συνταγματικών δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ 12 Μαίου 2000 μεταξύ του Προέδρου της Δημοκρατίας λέει το ΑΔ σελ 4 « Το άρθρο 15.1 του Σ κατοχυρώνει το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής ώς θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου. Ανάλογη προστασία παρέχεται από το άρθρο 8(2) της Ευρωπαικής Σύμβασης για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που ενσωματώθηκε στο ημεδαπό δίκαιο με την κύρωση της της Σύμβασης –(βλ. Ν 39/62)
Περιορισμός του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής και κάθε δικαιώματος που κατοχυρώνει το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, χωρεί μόνο κάτω από τους όρους και τις αυστηρές προυποθέσεις που θέτει το ίδιο το Σ.
Το δικαίωμα που διασφαλίζει το άρθρο 15.1 του Σ απαγορεύει την διείσδυσει κάτω από οποιοδήποτε πρόσχημα στην ιδιωτική ζωή του ανθρώπου.»
…..Στην επόμενη παράγραγο λέει το ΑΔ «Στην άσκηση του δικαιώματος που κατοχυρώνει το άρθρο 15.1 δε χωρεί επέμβαση. Επέμβαση χωρεί μόνο εφόσον εξουσιοδοτείται από το νόμο και είναι αποκλειστικά αναγκαία για ένα ή περισσότερους σκοπούς που καθορίζονται στην ίδια διάταξη του Συντάγματος» Στην σελ 8 υπάρχει ο τίτλος : «άρθρο 15 του Συντάγματος – Το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής – Πότε χωρεί επέμβαση;» ……………τα δικαιώματα που κατοχυρώνει το Σ προσιδιάζουν στο άτομο και έχουν ως επίμετρο την φύση του ανθρώπου.
Φορέας των δικαιωμάτων που κατουχρώνει το Μέρος ΙΙ του Σ είναι το άτομο. Τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου μπορεί να περιοριστούν με τον τρόπο που επιτρέπει και μόνο για τους λόγους που καθορίζει το Σύνταγμα.
Περιορισμός μπορεί να τεθεί και η επέμβαση να επιτραπεί με Νόμο, εφόσον αυτά κρίνονται αναγκαία και στο βαθμό που η ανάγκη το επιβάλλει.. βλ μεταξύ άλλων Police and Theodoros Nicola Hondron and Another 3 RSCC 82 και Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής (Αρ. 2) (1992) 3 ΑΑΔ 165)
Δεν είναι οποιασδήποτε μορφής ανάγκη που μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό ή επέμβαση σε θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου. Από τη νομολογία του Ευρωπαικόυ Δικαστηρίου και της Ευρωπαικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προκύπτει ότι η ανάγκη πρέπει να είναι όχι μόνο υπαρκτή αλλά και να έχει χαρακτήρα πιεστικής κοινωνικής ανάγκης, αποτιμούμενης στο πλαίσιο δημοκρατικής κοινωνίας….(βλ Platform)
Όμοια κατ΄ουσίαν είναι και η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Διαπίστωση της ύπαρξης και τον προσδιορισμό της φύσης της ανάγκης που μπορεί να δικαιολογήσει τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου- Police vs Ekdodiki Eteria (1982) 2 CLR 63.
Πρώτο, πρέπει να υπάρχει άμεσος σχέση μταξύ του περιορισμού του δικαιώματος και της ανάγκης η οποία τον επιβάλλει. Δεύτερο πρέπει να καταδεικνύεται η ύπαρξη σοβαρού αν όχι αναπόφευκτου κινδύνου ότι ένας ή περισσότεροι από τους σκοπούς ή λειτουργίες της πολιτείεας για τους οποίους μπορεί να περιοριστεί το δικαίωμα, θα τεθούν σε κίνδυνο»
Στην επόμενη παράγραφο: « Εναπόκειται στη Νομοθετική Εξουσία να στοιχειοθετήσει την ανάγκη η οποία δικαιολογεί τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου. Αναγνωρίζεται κατ΄αρχήν κάποιο περιθώριο εκτίμησης (margin of appreciation) στο Νομοθέτη ως προς την ύπαρξη κοινωνικής ανάγκης για την θεσμοθέτησςη του κανόνος δικαίου.
Η εμβέλεια της αρχής αυτή είναι περιορισμένη όπως αναγνωρίζει η νομολογία του Δικαστηρίου και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Δεν υπερβαίνει τα όρια της καλοπροαίρετης βούλησης του νομοθετικού σώματος για τη νομοθετική ρύθμιση του θέματος. Για τον περιορισμό ή την εξουσιοδότηση επέμβασης στην άσκηση θεμελιώδους δικαιωμάτος η ανάγκη πρέπει να τεκμηριώνεται και η ρύθμιση να είναι ανάλογη προς την ανάγκη.»
Στην μεθεπόμενη παράγραφο: « Η εντύπωση η οποία αφήνεται είναι ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων θεωρεί γενικά επιθυμητό τον έλεγχο, ο οποίος καθιερώνεται, ανεξάρτητα από την επέμβαση που συνεπάγεται στο θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής και ανεξάρτητα από τη δυνατότητα περιορισμού του, για τους λόγους που καθιστά παραδεκτούς το άρθρο 15.2 του Σ.==>
Εφόσον νομοθέτημα περιοριστικό ανθρώπινου δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής σ΄αυτήν την περίπτωση δε θεμελιώνεται σε υπαρκτή άμεση και πιεστική ανάγκη αυτό απολήγει σε παραβίαση του δικαιώματος , επιζήμια για τον άνθρωπο και το κοινωνικό χώρο στον οποίο λειτουργεί.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα οριοθετούν το πλαίσιο λειτουργίας της Πολιτείας από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση εκτός για τους εξαιρετικούς λόγους που διαγράφει το ίδιο το Σύνταγμα»
Το ΑΔ είναι ξεκάθαρο σ΄αυτό που λέει: Ναι μεν το Σύνταγμα ορίζει ότι τα ανθρώπινα συνταγματικά- ατομικά δικαιώματα μπορούν να υποστούν περιορισμούς από τη Νομοθετικής εξουσία που ψηφίζει τέτοιο νόμο, αλλά ακόμη κι αυτή η νομοθετική εξουσία υφίσταται προληπτικά και κατασταλτικά ασφυκτικούς περιορισμούς όσον αφορά τα πλαίσια που μπορεί να κινηθεί.
Δεν μπορεί έτσι η Νομοθετική εξουσία να περιορίσει ένα συνταγματικό ατομικό δικαίωμα που λειτουργεί σαν ασπίδα και προμετωπίδα στην αυθαίρετη επέμβαση του Κράτους, ούτε καν με νόμο, εάν αυτός ο νόμος δεν θεμελιώνεται πάνω στη διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση εκτός όπως ορίζει το Σύνταγμα.
Βλέπουμε δηλαδή με πόση αυστηρότητα αντιμετωπίζει το Ανώτατο Δικαστήριο ακόμη κι αυτήν την ίδια την Βουλή των Αντιπροσώπων, όταν σχεδόν την επιπλήτει λέτοντας εν ολίγοις ότι απεκόμισε την εντύπωση ότι η Βουλή είχε στην υπόθεση εκείνη σαν απώτερο σκοπό και σαν αυτοσκοπό της, άλλο από εκείνο που της επιτάσσει το Σύνταγμα, δηλαδή την προστασία των ατομικών συνταγματικών δικαιωμάτων των πολιτών και προχωρεί έτσι στην ευθεία παραβίαση του ανεξάρτητα από την επέμβαση που συνεπάγεται αυτό σε ένα θεμελιώδες συνταγματικό ανθρώπινο δικαίωμα.
Υπόθεση Κλεάνθους και άλλοι ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου 29/8/91 ==> «Ακόμη σημαντικότερο οι υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 28 και γενικότερα το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος και η εκπλήρωση τους, αποτελεί αναλλοίωτη και διαχρονική υποχρέωση κάθε αρχής και οργάνου της Δημοκρατίας, όπως ρητά ορίζεται στο άρθρο 35. Δε χωρεί συμβιβασμός με τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες του ανθρώπου, είτε από το ίδιο το άτομο ή από αρχή ή όργανο της Δημοκρατίας.»
Υπόθεση Ηλία Κυριακίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου 26/11/1997 «Απόκλιση από τις υποχρεώσεις που επιβάλλει στην Πολιτεία το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος (Κατοχύρωση Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών) δεν χωρεί. Η εκπλήρωση τους αποτελεί αναλλοιώτη και διαχρονική υποχρέωση κάθε αρχής και οργάνου της Δημοκρατίας όπως ρητά ορίζεται στο άρθρο 35 Σ.»
, ο εκτελεστικός του Συντάγματος νόμος είναι σαφέστατος για το πότε μπορεί η αστυνομία να παρέμβει κατ΄εξαίρεση στο συνταγματικό δικαίωμα της ειρηνικής συνάθροισης στα άρθρα 70-79 του Ποινικού Κώδικα: Καταρχήν το άρθρο 70παρ. 2 ορίζει ότι «..μια συνάθροιση που άρχισε να νόμιμη υπάγεται και θεωρείται παράνομη όπως ορίζεται στο άρθρο 70παρ.1 ΠΚ.
Ετσι μια συνάθροιση είναι παράνομη όταν πέντε (5) ή περισσότερα πρόσωπα συναθροίζονται με πρόθεση να διαπράξουν κάποιο ποινικό αδίκημα ή τα οποία συναθροίστικαν με πρόθεση να εκτελέσουν κάποιο κοινό σκποό και συμπεριφέρονται με τέτοιο τρόπο που διεγείρει στα πρόσωπα που βρίσκονται στην περιοχή, εύλογο φόβο ότι συναθροίστηκαν με αυτό τον τρόπο με σκοπό να διασαλεύσουν την ειρήνη ή ότι με τέτοια συνάθροιση άσκοπα και χωρίς επαρκή λόγο προκαλούν άλλα πρόσωπα σε διασάλευση της ειρήνης.»
–Πιο σαφής δεν θα μπορούσε να ήταν ο εκτελεστικός του Συντάγματος νόμος. Ετσι ο Νόμος που κατά το Σύνταγμα ορίζει κατά αποκλειστικότητα τις αριθμημένες προυποθέσεις για τον κατ΄εξαίρεση περιορισμό του δικαιώματος του άρθρου 21 Σ του Συνέρχεσθαι ειρηνικώς, ορίζει ξεκάθαρα ότι για να χαρακτηριστεί παράνομη μια συνάθροιση , ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ και εκ των ων ουκ άνευ προυπόθεση είναι να πληρούται ο αριθμός τουλάχιστον ΠΈΝΤΕ (5) ατόμων και εν συνεχεία αυτά τα ΠΕΝΤΕ ή περισσότερα άτομα να έχουν ΠΡΟΘΕΣΗ να διαπράξουν κάποιο ποινικό αδίκημα.
Καθοριστική για το σημείο αυτό είναι η απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Plattform “Arzte fur das Leben 21-6-88 όπου στην παράγραφο 37 λέει τα εξής:
“Lastly no damage was done nor were there any serious clashes; the counter-demonstrators chanted slogans, waved banners and threw eggs or clubs of grass which did not prevent the procession conclusion;”
Το ΕΔΑΔ αποφάσισε ότι το συνεχές ρίξιμο κομματιών και από χορτάρι και πολλών αυγών τα οποία σίγουρα βρήκαν σαν στόχο και κάποιους πολίτες ή αστυνομικούς δεν συνιστά οποιαδήποτε ζημιά ή κάποια σοβαρή σύγκρουση ή δυσαρμονία της εκδήλωσης που να δικαιολογούσε την επέμβαση της αστυνομίας.
Εν συνεχεία η απόφαση συνεχίζει: “ special riot-control units placed themselves between the opposing groups when tempers had risen to the point where violence threatened to break out”
Ειδικές μονάδες της αστυνομίας απλώς τοποθετήθηκαν μεταξύς της διαδήλωσης και της εξ αρχής παράνομης το τονίζω αντιδιαδήλωσης μόνο όταν απειλήθηκε να ξεσπάσει βία.
Ξεκάθαρα το ΕΔΑΔ απεφάσισε ότι το ρίξιμο πολλών αυγών και κομματιών από γρασίδι δεν συνιστούσε βία και ούτε δικαιολογούσε επέμβαση της αστυνομίας αλλά και όταν απειλήθηκε να ξεσπάσει βία τότε και πάλι η αστυνομία όχι μόνο δεν εισέβαλε μέσα στους διαδηλωτές ώστε να οξύνει περισσότερο τα πνεύματα και να προκαλέσει η ίδια εκ του μηδενός συμπλοκές όπως ακριβώς έπραξε η κυπριακή αστυνομία στην υπόθεσή μας, αλλά απλώς μπήκε ανάμεσα στα αντετιθέμενα μέρη της διαδήλωσης και της αντιδιαδήλωσης ώστε να μην επιτεθεί το ένα κατά του άλλου, ώστε να εξασφαλίσει με αυτό τον τρόπο το συνταγματικό δικαίωμα του συνέρχεσθαι ειρηνικώς στους πολίτες που συμμετείχαν στη νόμιμη διαδήλωση.
Η αστυνομία μάλιστα δεν εισέβαλε βιαίως ούτε στην αντιδιαδήλωση που προκαλούσε τους διαδηλωτές και η οποία όχι μόνο δεν ενημέρωσε τις αρχές όπως προνοούσε ο τοπικός νόμος, αλλά ακόμη περισσότερο όπως λέει το ΕΔΑΔ στην παρ. 37 όταν ζητήθηκε άδεια σε προηγούμενη ημερομηνία για αντιδιαδήλωση αυτή δεν δόθηκε αλλά αντίθετα απαγορεύτηκε ρητώς.
Περαιτέρω το ΕΔΑΔ στην παρ. 32 λέει ότι σε μια δημοκρατία το δικαίωμα της αντιδιαδήλωσης δεν μπορεί να επεκτείνεται στο σημείο που να περιορίζει το δικαίωμα στην διαδήλωση.
Σ΄αυτή την περίπτωση μάλιστα λέει το ΕΔΑΔ ότι επηρεάζεται γνήσια το δικαίωμα του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και έτσι η η απλή αγνή (purely) αρνητική αποχή δεν θα ήταν συμβατή με το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ (συνέρχεσθαι ειρηνικώς) και το Κράτος μέσω της αστυνομίας κάποτε θα πρέπει να παίρνει θετικά μέτρα, ακόμη και μέσα στην σφαίρα των σχέσων μεταξύ ατόμων-ιδιωτών αν χρειάζεται.
“ A demonstration may annoy or give offence to persons opposed to the ideas or claims that it is seeking to promote. The participants must, however be able to hold the demonstration without having to fear that they will be subjected to physical violence by their opponents; such a fear would be liable to deter associations or other groups supporting common ideas or interests from openly expressing their opinions on highly controversial issues affecting the community. In a democracy the right to counter-demonstrate cannot extend to inhibiting the exercise of the right to demonstrate.
Genuine, effective freedom of peaceful assembly cannot, therefore, be reduced to a mere duty on the part of the state not to interfere: a purely negative conception would not be comparative with the object and purpose of article 11. Like article 8, article 11 sometimes requires positive measures to be taken, even in the sphere of relations between individuals, if need be (see mutatis mutandis the X and Y v. The Netherlands, Judgment of 26 March 1985, series A, no. 91, p 11par 23).
Ακόμη όμως και σε αυτή την περίπτωση που η αυστριακή αστυνομία νομιμοποιείτο να παρέμβει θετικά όπως και το έπραξε, αυτή της η παρέμβαση ( που είχε την επιδοκιμασία του ΕΔΑΔ) δεν έφτασε στο σημείο να εισβάλει μέσα στον πυρήνα της αντιδιαδήλωσης (η οποία όπως είπαμε ήταν και απαγορευμένη ρητά από την Διοίκηση αλλά και αντίβαινε στις αρχές που έθεσε το ΕΔΑΔ για την εφαρμογή του άρθρου 11 ΕΣΔΑ) και να αρχίσει να συμπλέκεται με τους αντιδιαδηλωτές, αλλά απλώς μπήκε ανάμεσα στην διαδήλωση και στην αντιδιαδήλωση όπου προσπάθησε να αποτρέχει τις συγκρούσεις μεταξύ των. è
Με άλλα λόγια η αυστριακή αστυνομία στην υπόθεση Plattform όπως απεφάσισε το ΕΔΑΔ, είχε το δικαίωμα να παρέμβει θετικά μόνο για να προστατεύσει το δικαίωμα των διαδηλωτών απο αντιδιαδηλωτές οι οποίοι μάλιστα έριχναν πολλά αυγά και όχι ένα καθώς επίσης και κομμάτια από χορτάρι, κάτι όμως που δεν θεωρήθηκε σαν κάτι σοβαρό που προκαλούσε οποιανδήποτε ζημιά και ότι εμπόδιζε την συνάθροιση των νομίμων διαδηλωτών.
2) Η αντιδιαδήλωση αυτή ήταν παράνομη αφού απαγορεύτηκε ρητώς από την Διοίκηση αλλά και απαγορευόταν σαφώς και ρητώς και από τις αρχές που έθεσε το ΕΔΑΔ (ως προς τον περιορισμό μιας αντιδιαδήλωσης μέσα σε μια δημοκρατία, να μην εκτείνεται μέχρι του σημείου αποτροπής της άσκησης του δικαιώματος του συέρχεσθαι ειρηνικώς).
Και όμως παρ΄όλ΄αυτά, η αυστριακή αστυνομία έχοντας όλα αυτά ενώπιόν της, σε καμμιά στιγμή δεν εισέβαλε στον χώρο αμφοτέρων των διαδηλώσεων, αλλά απλώς επενέβη θετικά ανάμεσα στους αντιδιαδηλωτές και διαδηλωτές ώστε να αποφευχθούν επιθέσεις και συμπλοκές
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
ένας επιχειρηματίας δεν μπορεί να ξέρει ούτε αν ένα αεροπλάνο είναι οκ μηχανικά ούτε ποια πρέπει να είναι τα προσόντα ενός πιλότου κλπ
από την στιγμή που υπήρχαν όλα τα πιστοποιητικά καταλληλότητας τόσο για το αεροπλάνο όσο και για τους πιλότους κλπ
τι θα περιμενε κάποιος από έναν επιχειρηματία να πράξει άλλο;
παράλειψη καθήκοντος…. αυτές είναι οι λέξεις κλειδιά
από την στιγμή που είτε το αεροπλάνο δεν ήταν κατάλληλο είτε οι πιλότοι τότε το θέμα είναι πως εξασφαλίστηκαν αυτά τα πιστοποιητικά
ποιος τα εξέδωσε
αυτή είναι η ουσία
αλλά το βρωμισμένο κυπριακό κράτος με τους βρωμισμένους διεφθαρμένους απλά θέλει να προστατέψει τον εαυτό του και πάλι