«Το Κυπριακό είναι ένα από τα πιο μακροχρόνια προβλήματα του 20ου αιώνα.
Υπάρχουν δύο βασικές αιτίες γι΄αυτό, ο εθνοτικός εθνικισμός και η αποικιοκρατία με τον ψυχρό πόλεμο.
Η αποικιοκρατική αγγλία που ήθελε να κρατήσει την» τελευταία της αποικία»
κατάφερε να οξύνει ακόμη περισσότερο τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, πράγμα που δραστηριοποίησε τη δυτική συμμαχία με αρχηγό τις Ηνωμένες Πολιτείες για ένα modus Vivendi που θα την εξυπηρετούσε. Βασικό τους μέλημα δεν ήταν η μοίρα των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο αλλά το να τερματίσουν την ένταση στους κόλπους της συμμαχίας και να καταστήσουν την Κύπρο ένα αντικομουνιστικό οχυρό. Έτσι δημιουργήθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία.
Η Ελλάδα, η Αγγλία και η Τουρκία απέκτησαν δικαιώματα πάνω στο νησί και η κυριαρχία του κυπριακού κράτους περιορίστηκε. Για το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, η ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν επιτυχία.
Η λογική του ψυχρού πολέμου συνεχίστηκε και μετά τη διαίρεση της Κύπρου. Μετά την επιδείνωση των σχέσεων ανάμεσα στους δύο πόλους το 1979, το Κυπριακό είχε πολύ μικρή σημασία για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Επειδή οι ΗΠΑ μπορούσαν να χρησιμοποιούν χωρίς πρόβλημα τις αγγλικές βάσεις στην Κύπρο, δεν τις ενοχλούσε καθόλου το νέο status quo. Οι αμερικανικές κυβερνήσεις αντιμετώπιζαν το διαμελισμό της Κύπρου ως μια «πολιτική πραγματικότητα» και επεσήμαναν ότι οι δύο κοινότητες που ήταν πολιτισμικά διαφορετικές τώρα έχουν «χωριστεί και φυσικά και πολιτικά». Δεν επιδείχθηκε ούτε ο ελάχιστος σεβασμός προς τις διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο.
Στο πλαίσιο της εθνικής κάθαρσης έλαβε χώρα η πρώτη στη σύγχρονη εποχή γενοκτονία από τους τούρκους εθνικιστές εναντίον των Αρμενίων ενώ ο διωγμός των Ελλήνων από την Μικρά Ασία πριν από την ελληνική εκστρατεία είχε και πάλι στόχο την εθνική κάθαρση και τον εκτουρκισμό της περιοχής.
Ιδιαίτερα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με τη βοήθεια της αγγλικής αποικιακής κυβέρνησης αναπτύχθηκε εντονότερα ο τουρκικός εθνικισμός. Χαρακτηριστική είναι η διαπίστωση ενός άγγλου αξιωματούχου της αποικιακής κυβέρνησης: “Με ανησυχεί πολύ η άνοδος της μειονοτικής συνείδησης ανάμεσα στους Τούρκους της Κύπρου- κάτι που διαφάνηκε τον περασμένο χρόνο- και φοβάμαι ότι η κυπριακή κυβέρνηση μπορεί να έχει, χωρίς να το θέλει ενθαρρύνει αυτή την εξέλιξη με την Επιτροπή για τις Τουρκικές Υποθέσεις που σύστησε ο λόρδος Ουίνστερ» è CO 67/342/1, 127219 SSB 13.12.1948…………………………….
«Χαρακτηριστικό του γενικότερου κλίματος της εποχής είναι ένα έγγραφο της αποικιακής κυβέρνησης, που αξιολογεί την επικρατούσα κατάσταση ως εξής:
«το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της πολιτικής κατάστασης στην Κύπρο είναι το αίτημα για Ένωση. Το αίτησμα είναι πλατιά διαδεδομένο ανάμεσα στα τέσσερα πέμπτα του ελληνόφωνου πληθυσμού τόσο της αριστεράς όσο και της δεξιάς.
Το αίτημα δεν μπορεί να τύχει θετικής ανταπόκρισης γιατί στρατηγικοί λόγοι επιβάλλουν τη συνέχιση πλήρους βρετανικής κυριαρχίας σε ολόκληρο το νησί.
Η ανάγκη επιβεβαιώθηκε από τους αρχηγούς του Επιτελείου το 1950 και τώρα είναι ίσως ακόμη μεγαλύτερη από τότε. Η θέση της Κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλοιότητας είναι ότι καμιά αλλαγή της κυριαρχίας δεν θα μπορούσε να συζητηθεί.»
Co 926/91XC 144688 Cyprus: Political and Constitutional Considerations, Mediterranean Dt, Oct. 1953 (Top Secret)
«Στις 16 Μαρτίου 1964 την ημέρα που η τουρκική εθνοσυνέλευση εξουσιοδότησε την τουρκική κυβέρνηση για την εισβολή στην Κύπρο η τουρκική κυβέρνηση αποφάσισε να εκδιώξει τους Έλληνες, απόφαση που θα προκαλούσε το μεγαλύτερο προσφυγικό κύμα προς την Ελλάδα μετά την Μικρασιατική Καταστροφή.»
«Η παραδοσιακή οθωμανική ελίτ της Κύπρου αποτελεί τμήμα της βρετανικής αποικιακής διοίκησης από την αρχή της εγκαθίδρυσης της τελευταίας το 1878.
Σύμφωνα με το σύνταγμα του 1882 στην αποικιακή διοίκηση συμμετέχουν εννέα έλληνες – εκλεγμένα μέλη- τρεις τούρκοι –εκλεγμένα μέλη- και έξι μέλη διορισμένα από την κυβέρνηση.
Αμέσως γίνεται αντιληπτό πως οι άγγλοι αποβλέπουν σε μια αγγλοτουρκική συνεργασία που ασφαλώς θα βασιστεί στην εκμετάλλευση των διαφορών μεταξύ ελλήνων και τούρκων.
Όπως τόνισαν και οι ίδιοι οι άγγλοι αποικιοκράτες «στο Νομοθετικό Συμβούλιο τότε τα εκλεγμένα μέλη είχαν την απόλυτη πλειοψηφία και η λειτουργία του συντάγματος βασιζόταν στην εκμετάλλευση των φυλετικών ρηγμάτων ανάμεσα στου έλληνες και τους τούρκους.» CO 67/314/13-f-144343 Memorandum of political situation in Cyprus
Όταν η Κύπρος μετατρέπεται σε βασιλική αποικία (Royal Colony) (10 Μαρτίου 1925) το σύνταγμα και πάλι θα βασιστεί στο «διαίρει και βασίλευε». «Ο απλούστερος τρόπος φαινόταν να είναι το διαίρει και βασίλευε[…] Εάν δεν ήταν ανάγκη να χρησιμοποιήσουμε τον Τούρκο ενάντια στον Έλληνα […] η διοίκηση θα είχε καλύτερες βάσεις και θα μπορούσε να είναι πιο περήφανη για το έργο της». CO 67/314/13-f-144343 Memorandum of political situation in Cyprus
Ο αριθμός των μελών της διοίκησης αυξάνεται σε είκοσι τέσσερα: εννέα εκλεγμένοι έλληνες, τρεις εκλεγμένοι τουρκοι και δώδεκα διορισμένοι από την κυβέρνηση.
Σε περίπτωση ισοψηφίας την αποφασιστική ψήφο δίδει ο κυβερνήτης. Με αυτό τον τρόπο συνεχίζεται η χρησιμοποίηση των τούρκων μελών της αποικιακής διοίκησης ενάντια στους έλληνες. Σελ 54-55
«Με την συμφωνία της Λοζάνης η Τουρκία εγκαταλείπει όλα τα δικαιώματα της επί της Κύπρου. Απορρίπτονται επίσης οι παντουρκιστικές, πανισλαμιστικές προσδοκίες και ξεκινάει μια διαδικασία για την ίδρυση του κοσμικού εθνικού κράτους εντός των συνόρων της Τουρκίας.
Για τον Κεμάλ δεν μπαίνει θέμα για τους αλύτρωτους Τούρκους: Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο ο πρώτος επιτετραμμένος της Τουρκίας στην Κύπρο ο Ασάφ Μπέη θα ενθαρύνει τους Τουρκοκύπριους να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Σε έγγραφα του Υπουργείου Αποικιών της Αγγλίας (1927) γίνεται λόγος για 5000 Τουρκοκύπριους που έχουν εγκαταλείψει την Κύπρο.
Σύμφωνα με ανεξακρίβωτα στοιχεία κάπου 7000 τουρκοκύπριοι μετανάστευσαν στην Τουρκία την περίοδο μεταξύ Πρώτου και Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
Εξάλλου είναι αρκετά ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι Άγγλοι υποστήριζαν την παραμονή του μουσουλμανικού πληθυσμού στο νησί επειδή τον θεωρούσαν αντίβαρο απέναντι στις ελληνοκυπριακές επιδιώξεις για ένωση με την Ελλάδα.
«Παρ΄όλη τη συνεργασία των άγγλων με τους οπαδούς της παράδοσης οι κεμαλιστές το 1930 καταφέρνουν να κερδίσουν τις εκλογές και να συμμετάσχουν στο Νομοθετικό Συμβούλιο.
Ο Νετζατί Μπέη που νικά τον σερ Μουνίρ έδωσε τέλος στη συνεργασία μεταξύ ισλαμιστών και άγγλων μια συνεργασία στην οποία βασιζόταν το σύνταγμα και η αποικιακή διοίκηση. Όταν ο Νετζατι Μπέη ψηφίζει με τους ορθόδοξους έλληνες καταρρέει το συνταγματικό σύστημα της αποικίας και η πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» πανικοβλημένος ο άγγλος κυβερνήτης Στρορς γράφει:
«η στάση των ελλήνων-μελών ήταν μη αποτελεσματική για όσο καιρό η κυβέρνηση μπορούσε να βασιστεί σε μια νομιμόφρονα τουρκική συνεργασία. Αυτό δεν είναι πλέον δυνατό διότι οι έλληνες εκμεταλλευόμενοι προσωπικές και κομματικές αντιζηλίες μέσα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα κατάφεραν να εξαγοράσουν ή να πείσουν έναν πρόσφατα εκλεγμένο τούρκο, τον Νετζατί Μπέη να ψηφίσει μαζί τους. Η λειτουργία του συντάγματος εξαρτάται από αυτόν τον ανάξιο τον Νετζατί Μπέη»
CO 67/239/14 –f- 143441 Government House, Nicosia June 4 1931
«Η σύγκρουση ανάμεσα στους κεμαλιστές και τους ισλαμιστές και η υπεροχή των πρώτων στην τουρκοκυπριακή κοινότητα υποχρεώνει την αγγλική διοίκηση να πραγματοποιήσει στροφή αφού αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί πια να τους παραγνωρίζει.
Σχετικό έγγραφο του Υπουργείου Αποικιών του 1937 αναφέρει:
«η κατάρρευση της παλιάς τάξης πραγμάτων στην Τουρκία και η άνοδος της Τουρκικής Δημοκρατίας έχει δημιουργήσει ένα νέο πρόβλημα προς το οποίο η βρετανική διοίκηση της Κύπρου πρέπει να επιδιώξει να προσαρμοστεί. Καλό θα ήταν η κυβέρνηση να καταβάλει προσπάθεια να απευθυνθεί στους νεότερους και πιο προοδευτικούς τουρκοκύπριους»
CO 67/281/14 -f- 144143 Downing Street 19 Nov. 1937.
Αυτή η προσέγγιση άνοιξε το δρόμο στους κεμαλιστές για να γίνουν η κυρίαρχη δύναμη μέσα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Προς το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου οι άγγλοι έχουν ανάγκη τη συνεργασία των τουρκοκυπρίων και οι κεμαλιστές δραστηριοποιούνται για να παρεμποδίσουν την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες και με την ενθάρρυνση της αγγλικής αποικιακής κυβέρνησης ιδρύεται η πρώτη μαζική οργάνωση των Τουρκοκυπρίων ΚΑΤΑΚ (Ίδρυμα Τουρκικής Μειονότητας Κύπρου).
Με την ίδρυση της οι κεμαλιστές καταφέρνουν να επικρατήσουν πλήρως στην τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Η ΚΑΤΑΚ εργάζεται προς δύο κατευθύνσεις: την παρεμπόδιση της Ένωσης και τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό της τουρκοκυπριακής κοινότητας στη βάση των κεμαλικών αντιλήψεων.
Με τη συνεργασία της αγγλικής διοίκησης η ΚΑΤΑΚ επιτυγχάνει την
μετονομασία των μουσουλμάνων κυπρίων σε τουρκοκύπριους την εισαγωγή αστικού οικογενειακού δικαίου και τη διαχείριση του Evkaf από την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Επίσης εξασφαλίζει την επανεισαγωγή σχολικών βιβλίων και το διορισμό δασκάλων από την Τουρκία.
Ακόμη για να ενισχύσει τη θέση των κεμαλιστών η αποικιακή διοίκηση ιδρύει το 1948 την Ειδική Επιτροπή για Τουρκικές Υποθέσεις.
Με το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου εν όψει του αυξανόμενου κινδύνου της Ένωσης η τουρκοκυπριακή ελίτ ανασυντάσσει τις δυνάμεις της και αναζητεί τρόπου αντιμετώπισης αυτού του κινδύνου.
Η αγγλική κυβέρνηση ενθαρρύνει τους τουρκοκύπριους και η αντιμετώπιση του κινδύνου της Ένωσης μετατρέπεται σε κοινό αγγλοτουρκοκυπριακό συμφέρον.
Το πρώτο μαζικό συλλαλητήριο κατά της Ένωσης πραγματοποιήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1948.
«Ο τουρκικός εθνικισμός στην Κύπρο ενδυναμωνόταν σταδιακά υπό την επιρροή της κεμαλικής Τουρκίας. Επιπλέον η προσέγγιση της αποικιακής κυβέρνησης να χρησιμοποιήσει τους τουρκοκύπριους σαν αντίβαρο στην απαίτηση των Ελλήνων για Ένωση βοήθησε στην ενδυνάμωση της εθνικής συνείδησης ιδιαίτερα προς το τέλος της δεκαετείας του ΄40.
Όμως ο τουρκοκυπριακός εθνικισμός διαμορφώθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό ως αντί-εθνικισμός δηλαδή ως αντιπαράθεση στην Ένωση. Και γι΄αυτό τον λόγο τα εθνικιστικά αισθήματα καθορίστηκαν περισσότερο από το «αυτοί» παρά από το «εμείς»
«τόσο για τους άγγλους όσο και για τους τουρκοκύπριους το πιο σημαντικό βήμα που πρέπει να γίνει για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος της Ένωσης είναι να εμπλακεί η Τουρκία στο Κυπριακό.
Έτσι αρχίζουν διάφορες τουρκοκυπριακές αντιπροσωπείες να πηγαινοέρχονται στην Άγκυρα. Η Άγκυρα που αρχικά δηλώνει πως «για την Τουρκία δεν υπάρχει θέμα Κύπρου» αρκείται στην παροχή μόνον πολιτιστικής βοήθειας προς τους τουρκοκυπρίους (1948).
Ωστόσο ύστερα από συνεχείς προσπαθειες της τουρκοκυπριακής ελιτ πιέσεις της τουρκικής κοινής γνώμης και ιδιαίτερα ύστερα από παρεμβάσεις της Αγγλίας, η Τουρκία μετατρέπεται σε ένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη του κυπριακού προβλήματος.
Αξίζει να σημειωθούν όσα αναφέρει ένας από τους ιδρυτές της ΤΜΤ (τουρκική οργάνωση αντίστασης), ο Μπουρχάν Ναλμπάτογλου, στον Αρίφ Χασάν Ταχσίν: «Ο κυβερνήτης κάλεσε τον δρα Κιουτσούκ και τον ρώτησε αν η Τουρκία θέλει την Κύπρο. Ο γιατρός είπε «δεν ξέρω». Ο άγγλος κυβερνήτης είπε «πήγαινε να ρωτήσεις στην Άγκυρα». Ο γιατρός πήγε και ρώτησε. Επιστρέφοντας απάντησε στον κυβερνήτη. «δεν τη θέλει την Κύπρο η Τουρκία». Ο κυβερνήτης είπε στον δρα Κιουτσούκ «πήγαινε πες τους να τη θέλουν». Ο γιατρός ξαναπήγε ωστόσο η απάντηση παρέμεινε η ίδια, «η Τουρκία δεν θέλει την Κύπρο». Ύστερα από αυτά στο παιχνίδι εμπλέκεται ο άγγλος πρεσβευτής στην Άγκυρα ο οποίος φροντίζει να τροποποιηθεί η θέση της Άγκυρας».
Arif Hasan Tahsin, Ayini yolu yuruyenler farkli yerlere vramazlar τΙΙ Λευκωσία 1989 σ.392
Η εμπλοκή της Τουρκίας στο Κυπριακό έχει τεράστια σημασία, τόσο για την Κύπρο όσο και για την Ελλάδα και την Τουρκία. Με τη νέα αυτή προσέγγιση, η Τουρκία δραστηριοποιείται προς έναν αλυτρωτικό εθνικισμό κάτι το οποίο είχε απορριφθεί από τον Μουσταφά Κεμάλ.
Εξετάζοντας τους παράγοντες που επηρέασαν αυτή την αλλαγή μπορούμε να τους συνοψίσουμε σε τρεις βασικούς άξονες: τον τουρκικό εθνικισμό, τα στρατηγικά συμφέροντα και το ρόλο της Αγγλίας και της Δυτικής Συμμαχίας ευρύτερα.»
«Η διαδικασία συγκρότησης κράτος αποτέλεσμα της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μιας σειράς πολέμων είχε εμπεδώσει στη συλλογική μνήμη την ιδέα των εχθρών και της απειλής. Ο αντικομουνισμός του ψυχρού πολέμου κατά τη δεκαετεία του ΄50 είχε ιδεολογικοποιήσει την αντίληψη αυτή. Στο λόγο των οργανώσεων που δραστηριοποιήθηκαν για την Κύπρο ο αντικομουνισμός ήταν εντονότερος του ανθελληνισμού. Ο ισχυρισμός τους ήταν ότι η μεγάλη πλειονότητα των ελληνοκυπρίων ήταν κομουνιστές και ότι θα παρέδιδαν την Κύπρο στην Σοβιετική Ένωση.
Με αυτά τα δεδομένα η λαικιστική κυβέρνηση του Μεντερές αποφάσισε να επέμβει στην Κύπρο. Άλλωστε ο τότε μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ Φατίν Ρουστού Ζορλού (αργότερα Υπουργός Εξωτερικών του Μεντερές) σε μια συνάντηση του με τον πρωθυπουργό είπε πως από άποψη τόσο εσωτερικής όσο και εξωτερικής πολιτικής είναι αναγκαίο η κυβέρνηση να είναι πιο δραστήρια στο θέμα της Κύπρου.
Ο Ζορλού ισχυρίστηκε πως η αντιπολίτευση θα εκμετάλλευτεί αυτό το θέμα στις εκλογές λέγοντας πως η κυβέρνηση κλείνει τα μάτια στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ο Μεντερές από την πλευρά του ανακοίνωσε πως αποφάσισε να λάβει μια ενεργητική στάση για να αντιταχθεί στους στόχους της Ελλάδας
(Melih Esenbel Kibris-1 Ayaga Kalkan Adam Ιστανμπουλ 1993 σ. 15-16)
Η νέα προσέγγιση του Μεντερές εκδηλώθηκε πολύ γρήγορα.
Στις 28 Αυγούστου 1954 κάλεσε σε συνάντηση τα μέλη της επιτροπής της οργάνωσης «Η Κύπρος είναι τουρκική» τους συνέστησε τη δημιουργία παραρτημάτων της οργάνωσης σε ολόκληρη την Τουρκία και τους είπε: «η κυβέρνηση δεν θα είναι εμπόδιο αλλά βοηθός στις προσπάθειες σας» Την επόμενη ημέρα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων αναφέρθηκαν στην συνάντηση με τον τίτλο «Η Κύπρος δεν θα γίνει ποτέ ελληνικής» Ozken Yasin οπ σ. 721-722
Έτσι και με την υποστήριξη του Μεντερές η οργάνωση «Η Κύπρος είναι Τουρκική» ανοίγει το ένα παράρτημα μετά το άλλο σε ολόκληρη την Τουρκία. Το ίδιο το Δημοκρατικό Κόμμα ανέλαβε τη διεύρυνση της οργάνωσης αυτής και πολλά μέλη του κόμματος έγιναν μέλη της και την υποστήριξαν χρηματικά.
Οι προέδροι των παραρτημάτων της οργάνωσης ανήκαν στην μεγάλη τους πλειοψηφία στο Δημοκρατικό Κόμμα. Πρόεδρος της οργάνωσης εξελέγη ο Χικμέτ Μπιλ. Όπως παρατήρησε ο πρώην αρχηγός της οργάνωσης , ο τουρκιστής Νεβζάτ Καραγκιλ «η οργανωτική δραστηριότητα καθοδηγήθηκε από άλλα χέρια […] Στο διοικητικό συμβούλιο της οργάνωσης διορίστηκε ο πράκτορας της ΜΙΤ (Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών) Καμίλ Ενάλ, ο οποίος ανέφερε συστηματικά στους ανωτέρους του τις εξελίξεις» Ο πρόεδρος της οργάνωσης επισκέφθηκε και την Κύπρο και συναντήθηκε με τον Φαζίλ Κιουτσούκ. Ύστερα από αυτή την συνάντηση το κόμμα του Κιουτσούκ μετονομάστηκε σε κόμμα «Η Κύπρος είναι τουρκική».
Η οργάνωση εργαζόταν με διοχέτευση ψευδών ειδήσεων και προβοκάτσιες όπως για παράδειγμα η φήμη που κυκλοφόρησε στον τουρκικό τύπο ότι στις 28 Αυγούστου 1955 θα γινόταν γενοκτονία σε βάρος των Τουρκοκυπρίων. Μάλιστα πολλοί δημοσιογράφοι πήγαν στην Κύπρο από την Τουρκία για να καλύψουν την «γενοκτονία».
Οι φήμες αυτές που κυκλοφόρησαν ακριβώς πριν από τη Διάσκεψη του Λονδίνου ήταν κατά κάποιοι τρόπο προετοιμασία του εδάφους για τη μεγάλη προβοκάτσια που έγινε μια εβδομάδα μετά στις 6-7 Σεπτεμβρίου 1955 σε βάρος των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης.
Εξάλλου κατά τη διάρκεια των δικών που διεξήχθησαν στο Γιασίαντα ύστερα από χρόνια σε σχέση με τα γεγονότα στις 6-7 Σεπτεμβρίου 1955 το μέλος της οργάνωσης «Η Κύπρος είναι Τουρκική» Αιντίν Κονουραλπ κατέθεσε τα ακόλουθα: «Η είδηση ότι στις 28 Αυγούστου 1955 οι ελληνοκύπριοι θα κάνουν σφαγές ήταν ψέμα. Εμείς κατασκευάσαμε και διαδώσαμε αυτή την είδηση για να προκαλέσουμε τον τουρκικό λαό».
«είναι φανερό ότι η επιρροή της αγγλικής κυβέρνησης για τη νέα στάση της
Τουρκίας υπήρξε σημαντική. Εξάλλου ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Αντονι Ίντεν αναφέρει στα απομνημονεύματα του πως είχε στείλει τηλεγράφημα στην τουρκική κυβέρνηση ζητώντας της να πάρει δυναμική θέση στο Κυπριακό: «Εμείς ξέραμε ότι υπήρχε μεγάλη διαφορά απόψεων ανάμεσα στους Τούρκους και τους Έλληνες αλλά ο κόσμος δεν το ήξερε[…] Έστειλα ένα τηλεγράφημα στην Τουρκία και υπέδειξα πως πρέπει να τοποθετηθεί ξεκάθαρα. Ήταν σαφές ότι η Τουρκία δεν θα άφηνε την Κύπρο στους Έλληνες και αυτό έπρεπε να λεχθεί.
Sir Anthony Eden, Memoiren 1947-57 Κολονία – Βερολίνο 1960 σ.456
Στο πλαίσιο της προετοιμασίας της Διάσκεψης του Λονδίνου ο άγγλος υπουργός αποικοιών Λένοξ – Μπόιντ είχε επισκεφθεί την Κύπρο και είχε συναντηθεί με την τουρκοκυπριακή ηγεσία.
Σ΄αυτή τη συνάντηση ο άγγλος υπουργός τόνιζε πως η κυβέρνηση του δεν ξεχνά τις μακρόχρονες σχέσεις της Τουρκίας με την Κύπρο και πως οι απόψεις και τα συναισθήματα των τουρκοκυπρίων θα ληφθούν υπόψη.
Το σχετικό με τη συνάντηση αυτή κείμενο που υπάρχει στα αγγλικά αρχεία έχει ως εξής: «Ο υπουργός αποικιών διαβεβαίωσε τους παρόντες ότι η κυβέρνηση της αυτής εξοχότητας δεν ξεχνά και δεν θα παραγνωρίσει τις μακρές σχέσεις της Τουρκίας με την Κύπρο. Θα μεταβιβάσει στους συναδέλφους του τα αισθήματα που εκφράστηκαν σήμερα. Αυτά τα αισθήματα και τα αδιαμβισβήτητα δικαιώματα της τουρκικής κοινότητας δεν θα παραμεληθούν ποτέ.»
Η Διάσκεψη του Λονδίνου έληξε χωρίς αποτέλεσμα. Η Τουρκία ενεπλάκη άμεσα ως κυβέρνσηση και λαός στο Κυπριακό. Στο λόγο του τουρκικού εθνικισμού η Κύπρος ήταν «ένα κομμάτι της Ανατολίας που ρίκτηκε στη θάλασσα» και όπως «η Ελλάδα διώχθηκε το 1922 από την Ανατολία έτσι και τώρα έπρεπε με κάθε κόστος να αποτραπεί η προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα».
Το 1958 ιδρύεται η Τουρκική Οργάνωση Αντίστασης (ΤΜΤ).
Ο Ντενκτάς περιγράφει την αυξανόμενη εμπλοκή της Τουρκίας ως εξής: «Η Τουρκία άρχισε να ενδιαφέρεται για την Κύπρο το 1948. Η πολιτιστική βοήθεια που είχε παρασχεθεί αποτέλεσε σωσίβιο για τους Τουρκοκύπριους. Το 1955 όταν άρχισε η δράση της ΕΟΚΑ αυτή η βοήθεια ενισχύθηκε. Προς το 1958 η βοήθεια της Τουρκίας ήταν για τους Τουρκοκύπριους το παν».
Και πάλι το 1958 η Τουρκία αποφασίζει να διορίσει τον Ραούφ Ντενκτάς στην προεδρία της Ομοσπονδίας Τουρκοκυπριακών Οργανώσεων.
Κάλεσαν τον μέχρι τότε πρόεδρο Φαίζ Καιμάκ στην Άγκυρα και τον εξανάγκασαν σε παραίτηση λέγοντάς του ότι τώρα πια έχουν ανάγκη από έναν επιθετικό ηγέτη.
Η Αγγλία προκαλώντας και στη συνέχεια χρησιμοποιώντας τις αντιδράσεις της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων ενάντια στην Ένωση προσπαθεί να διατηρήσει την τελευταία της αποικία στη Μέση Ανατολή.
Στη Διάσκεψη του Λονδίνου το 1955 η Τουρκία μετατρέπεται και επίσημα σε ενδιαφερόμενο μέρος στο Κυπριακό, ενώ στην Κύπρο οι τουρκοκύπριοι που πάντοτε ήταν αντίθετοι στην Ένωση χρησιμοποιούνται σαν επικουρική αστυνομική δύναμη ενάντια στο κίνημα της ΕΟΚΑ.
Αρκετά διαφωτιστικά είναι τα λόγια ενός πρώην δραστήριου στελέχους της ΤΜΤ. :
«ο πρώτος στόχος της ΕΟΚΑ ήταν οι Άγγλοι. Όταν το κίνημα ανέπτυξε έντονη δράση οι άγγλοι άρχισαν να χρησιμοποιούν την αστυνομική δύναμη στις μυστικές τους επιχειρήσεις[…] οι Εγγλέζοι στρατολόγησαν πολλούς τούρκους αστυνομικούς εναντίον της ΕΟΚΑ. Τώρα ήρθε η ώρα να πω: Σ΄αυτή την ιστορία μας έμπλεξαν και λίγο οι εγγλέζοι. “Οι Ρωμιοί θέλουν να ενώσουν την Κύπρο με την Ελλάδα, ζητήστε και εσείς να ενωθεί η Κύπρος με την Τουρκία.” Μετά γυρνούσαν στους Ρωμιούς και έλεγαν: “Εμείς νοικιάσαμε το νησί από την Τουρκία και δεν μπορούμε να σας το δώσουμε” . Έτσι έφεραν τις δύο πλευρές σε αντιπαράθεση»
Μεχμέτ Αλί Τρεμεσελί Neriman Cahit “Mehmet Ali Tremeseli Antlatyor” Ortam 22.4.1992
Το τέλος αυτής της πορείας βρίσκει την Ελλάδα και την Τουρκία τους ελληνοκύπριους και τους τουρκοκύπριους σε οριστική ρήξη.
Η ΤΜΤ επέλεξε τη βία ως μέσο για να επιτύχει στους στόχους της. Στο καταστατικό της οργάνωσης αναφέρεται ότι μπορούν να επιβληθούν οποιαδήποτε μέτρα για να επανέλθουν στο σωστό δρόμο το πρόσωπο ή τα πρόσωπα των οποίων οι ενέργειες μπορούν να βλάψουν την κοινότητα και ότι η πίεση προς την ίδια την κοινότητα θα σταματήσει μόνο όταν «θα επιτευχθεί το ιδανικό».
Στο καταστατικό αναφέρεται πως «η οργάνωση θα διαλυθεί και θα παύσει να καταπιέζει οποιονδήποτε όταν η ένδοξη τουρκική σημαία κυματίσει στο νησί».
Η πίεση από την ΤΜΤ κατευθύνεται κυρίως προς τους εργάτες και τους αριστερούς.
Μετά την 1η Μαίου 1958 εφαρμόζεται η απροκάλυπτη τρομοκρατία σε βάρος τους.
Έχουμε ήδη αναφέρει πως η απαίτηση των ελληνοκυπρίων για Ένωση προκάλεσε την ξεχωριστή οργάνωση των τουρκοκυπρίων κατά τη δεκαετία του ΄40. Το γεγονός αυτό είχε επηρεάσει και τους τουρκοκύπριους εργάτες που ανήσυχοι από την πολιτική της Ένωσης άρχισαν από το 1942 να οργανώνονται χωριστά και το 1944 ίδρυσαν την Ένωση Τούρκων Εργατών Λευκωσίας.
Το 1945 όλες οι τουρκοκυπριακές εργατικές οργανώσεις συσπειρώθηκαν κάτω από το Ίδρυμα Τουρκοκυπριακών Εργατικών Ενώσεων (ΚΤΙΒΚ). Με μια συμφωνία του 1948 η Παγκύπρια Εργατική Ομοσπονδία (ΠΕΟ) και το ΚΤΙΒΚ αποφάσισαν να συνεργαστούν για τα εργατικά ζητήματα. Τον ίδιο χρόνο πραγματοποίησαν την ιστορική απεργία στην Κυπριακή Μεταλλευτική Εταιρία που κράτησε 125 μέρες.
Ταυτόχρονα η ΠΕΟ κάνει ανοίγματα προς τους τουρκοκύπριους. Πολλοί τουρκοκύπριοι εντάσσονται τότε στην ομοσπονδία και κάποιοι συμμετέχουν και στα συλλογικά της όργανα.
Η ΤΜΤ που άρχισε την δραστηριότητα με το σύνθημα «Διχοτόμηση ή θάνατος» στρέφεται κυρίως προς αυτές τις ομάδες. Ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι εργάτες γιόρτασαν μαζί την Πρωτομαγιά του 1958.
Ύστερα από αυτό με μια ανακοίνωση που δημοσίευσε η ΤΜΤ κάλεσε όλους τους τουρκοκύπριους που ήταν μέλη της ΠΕΟ να παραιτηθούν και ζήτησε να δημοσιοποιήσουν την παραίτηση τους επίσημα στις εφημερίδες.
Η πρώτη δολοφονική απόπειρα έγινε στις 22 Μαίου 1958 εναντίον του προέδρου του τουρκικού παραρτήματος της ΠΕΟ Αχμέτ Σαντί Ερκούτ που κατάφερε να σωθεί βαριά τραυματισμένος. Δύο μέρες μετά στις 24 Μαίου 1958 δολοφονήθηκε ο Φαζίλ Εντέρ. Με ανακοίνωση της η ΤΜΤ ανέλαβε την ευθύνη για τη δολοφονία και δήλωσε πως θα σκότωνε όλους τους τουρκοκύπριους που ανήκαν στις ίδιες οργανώσεις με τους ελληνοκύπριους.
Στις 29 μαίου 1958 δολοφονείται ο Αχμέτ Γιαχγιά και ακολουθούν και άλλοι. Χιλιάδες τουρκοκύπριοι με επίσημες δηλώσεις στις εφημερίδες ανακοινώνουν ότι παραιτούνται από τις ελληνοκυπριακές οργανώσεις και δηλώνουν πως «θα ακολουθήσουν το δρόμο της τουρκοκυπριακής ηγεσίας».
Παράλληλα με τη βίαιη δράση κατά των τουρκοκυπρίων η ΤΜΤ εφάρμοσε και μια σειρά από προβοκάτσιες.
Σημαντική θεωρείται η τοποθέτηση βόμβας στο Τουρκικό Γραφείο Πληροφοριών στη Λευκωσία στις 7 Ιουνίου 1958 που είχε ως αποτέλεσμα τη βίαιη σύγκρουση ανάμεσα σε τουρκοκύπριους και ελληνοκύπριους και προκάλεσε τον πρώτο διαχωρισμό της Λευκωσίας με συρματοπλέγματα.
Αρκετά χρόνια μετά το 1984 σε ένα ντοκιμαντέρ της αγγλικής τηλεόρασης ΙΤV για την Κύπρο ο Ραούφ Ντενκτάς παραδέκτηκε με τα παρακάτω λόγια πως επρόκειτο για προβοκάτσια: «αυτός που τοποθέτησε την βόμβα ήταν στενός μου φίλος. Δεν μπορώ να αποκαλύψω το όνομα του. Στόχος ήταν η αφύπνιση της τουρκοκυπριακής κοινότητας και η πρόκληση έντασης»
Τα τραγικά γεγονότα στην Κωνσταντινούπολη στις 6-7 Σεπτεμβρίου του 1955 φαίνονται να επαναλαμβάνονται με μια παρόμοια προβοκάτσια στη Λευκωσία το 1958.
Ενώ η τουρκοκυπριακή ελί συμμετείχε δραστήρια στην αποικιακή διοίκηση η ελληνοκυπριακή ελτι μονοπωλούσε το εμπόριο και αργότερα τη βιομηχανική ανάπτυξη.
Σε μια έκθεση που παρουσίασε στον τούρκο πρωθυπουργό Σουκρού Σαράτσογλου ο τουρκοκύπριος παντουρκιστής Νεβζάτ Καραγκιλ στις 14 ιουνίου 1945 αξιολογεί την οικονομική κατάσταση των τουρκοκυπρίων ως εξής:
«η πλειονότητα της ελληνικής κοινότητας που ζει σήμερα στην Κύπρο έχει ανώτερη εκπαίδευση και δυστυχώς είναι πολύ πιο προχωρημένη από την τουρκική κοινότητα όσον αφορά την κουλτούρα.
Οι ελληνοκύπριοι έχουν δεκάδες γιατρούς δικηγόρους οικονομολόγους και πολιτικούς μηχανικούς που έχουν σπουδάσει στην Ευρώπη.
Έχουν τράπεζες εργοστάσια εκατοντάδες εργαστήρια αρκετές βιβλιοθήκες τυπογραφεία εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας πλούσιες εταιρείες και συνεταιρισμούς […] με θλίψη πρέπει να σημειώσω πως η τουρκική κοινότητα έχει ελάχιστους διανοούμενους καμιά δεκαριά ανεπαρκείς γιατρούς δυο τρεις δικηγόρους μια τράπεζα χωρίς κεφάλαιο και πολύ λίγους εξειδικευμένους εργάτες».
Ozker Yasin o.n. σ. 196-197
Όπως καταδεικνύουν τα στατιστικά στοιχεία από το 1960 (πίνακας Ι) οι τουρκοκύπριοι δεν διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στην οικονομία της Κύπρου.
Niyazi Kizilyurek, Kibris Sorununda ic ve dis etkenler Λευκωσία 1983
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι (εθνική κατανομή %)
Ελληνοκύπριοι Τουρκοκύπριοι
Αγροτική παραγωγή 87,4 12,6
Βιομηχανική παραγ. 93,8 6,2
Εξαγωγές 99,5 0,5
Εισγαγωγές 96,1 3,9
Ο διαχωρισμός που αποτελούσε την ιδεολογία της τουρκοκυπριακής ελιτ ενδυναμώθηκε από τον ελληνικό εθνικισμό τη στάση της αποικιακής διοίκησης και την υπανάπτυξη της τουρκοκυπριακής κοινότητας που ήταν αποτέλεσμα της άνισης οικονομικής ανάπτυξης στον τόπο.
΄Όπως έχει ήδη αναφερθεί η στάση της τουρκοκυπριακής κοινότητας με ιδανικό τη Διχοτόμηση παύει να αποτελεί «απλή αντίδραση» και μετατρέπεται σε «ιστορική συμμετοχή».
Ενώ η δυσπιστία μεταξύ των κοινοτήτων ευνοούσε τη Διχοτόμηση η τουρκοκυπριακή ελιτ ενθάρρυνε περαιτέρω αυτή τη δυσπιστία.
Ακόμη κάτι πολύ σημαντικό, το εθνικιστικό πάθος της ελληνοκυπριακής κοινότητας ενθάρρυνε τη Διχοτόμηση.
Έτσι δημιουργήθηκε μια διαλεκτική σχέση μέσα από την οποία το ιδανικό των τουρκοκυπρίων για διαχωρισμό τρεφόταν από τον ελληνοκυπριακό εθνικισμό.
Η χρησιμοποίηση των «λαθών» των ελληνοκυπρίων αποτελούσε την τακτική της ΤΜΤ με στρατηγικό στόχο την Διχοτόμηση.
Σε ένα γράμμα του ο Αιντίν Σαμίογλου ανώτερο στέλεχος της ΤΜΤ αναφέρει τα εξής:
«παρά την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας οι έλληνες φρόντισαν να κρατήσουν ζωντανό το ιδανικό της Ένωσης.
Σε αντιπαράθεση προς αυτό ως αρχή η ηγεσία της ΤΜΤ κράτησε ζωντανό το ιδανικό της Διχοτόμησης και έτσι η χρησιμοποίηση οποιασδήποτε ευκαιρίας [για την επίτευξη της Διχοτόμησης] μετατράπηκε σε φυσιολογικό καθήκον για την ΤΜΤ».
Arif Hasan Tahsin o.π. σ. 464
Η τουρκοκυπριακή ελίτ που θα «χρησιμοποιούσε οποιαδήποτε ευκαιρία» σκόπευε να χρησιμοποιήσει και την προσπάθεια για αναθεώρηση του συντάγματος.
«Εάν όμως το σύνταγμα αποδεικνυόταν μη λειτουργικό κάθε νέα προσπάθεια των ελληνοκυπρίων για Ένωση θα αντιμετώπιζε μια κραυγαλέα εκστρατεία για ένωση των περιοχών που κατέχουν οι τουρκοκύπριοι με την Τουρκία».
Richard A. Patrick οπ σε. 36
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...