από το αναρχικό σάτι
http://eagainst.com/articles/%CE%B5%CF%81%CF%81%CE%AF%CE%BA%CE%BF-%CE%BC%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CF%84%CE%AD%CF%83%CF%84%CE%B1-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%AF%CE%B1-%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%BF%CF%82-%CF%80%CF%81%CF%8E%CF%84%CE%BF/
Ερρίκο Μαλατέστα: Αναρχία (μέρος πρώτο)
06/09/2012 | » Republication

Το δοκίμιο του Ερρίκο Μαλατέστα «Αναρχία» γράφτηκε το 1891. Αν και έχουν περάσει 121 χρόνια από τότε, παραμένει εξαιρετικά επίκαιρο και δεν μπορεί να θεωρηθεί ξεπερασμένο (παρά μόνο ίσως σε εντελώς επουσιώδη σημεία – κι αυτό λόγω του διαφορετικού σταδίου «ανάπτυξης» στο οποίο βρίσκεται σήμερα ο καπιταλισμός – τα οποία όμως δεν επηρεάζουν την ουσία της πολιτικής ανάλυσης που επιχειρείται). Ειδικά όσον αφορά την πραγματική νοηματοδότηση της Αναρχίας, του Κράτους, της κυβέρνησης και των εξουσιαστικών θεσμών εν γένει, ο Μαλατέστα καταφέρνει ν’ αποσαφηνίσει και να προσδιορίσει τις έννοιες αυτές εμπεριστατωμένα και με τρόπο εμφατικό. Πράγματα που σε κάποιους φαίνονται αυτονόητα αλλά στη εποχή της πλήρους σύγχυσης και πολιτικής απάθειας που διανύουμε, ίσως πρέπει να επανανακαλυφθούν. Στην ανάρτηση αυτή εμπεριέχεται το πρώτο κεφάλαιο (από τα τρία) του δοκιμίου, σε μετάφραση Νίκου Β. Αλεξίου, Εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος» 1977. Η μετατροπή από το πολυτονικό στο μονοτονικό σύστημα έγινε από εμένα, ενώ διορθώθηκαν και ελάχιστα τυπογραφικά λάθη.
Η αναρχία είναι μια λέξη που προέρχεται απ’ τα Ελληνικά και σημαίνει, αυστηρά μιλώντας, δίχως κυβέρνηση: την κατάσταση ενός λαού δίχως οποιαδήποτε συγκροτημένη εξουσία.
Πρωτού ν’ αρχίσει να θεωρείται σα δυνατή κι επιθυμητή, από μια ολόκληρη τάξη διανοητών, μια τέτοια οργάνωση, έτσι ώστε να θεωρηθεί σα σκοπός ενός κινήματος (που έχει γίνει τώρα ένας απ’ τους πιο σημαντικούς παράγοντες στο σύγχρονο κοινωνικό πόλεμο), η λέξη αναρχία χρησιμοποιείται γενικά με την έννοια της αταξίας και της σύγχυσης κι εξακολουθεί να υιοθετείται μ’ αυτή την έννοια απ’ τον αδαή κι από αντιπάλους που ενδιαφέρονται να διαστρεβλώσουν την αλήθεια.
Δε θα υπεισέλθουμε σε φιλοσοφικές συζητήσεις, γιατί το πρόβλημα δεν είναι φιλοσοφικό αλλά ιστορικό. Η κοινή ερμηνεία της λέξης δεν παρανοεί την πραγματική της ετυμολογική έννοια, αλλά αποτελεί παράγωγό της, που οφείλεται στην προκατάληψη ότι η κυβέρνηση πρέπει ν’ αποτελεί μια αναγκαιότητα της οργάνωσης της κοινωνικής ζωής κι ότι συνακόλουθα μια κοινωνία δίχως κυβέρνηση είναι μοιραίο να παραδοθεί στην αταξία και να ταλαντεύεται ανάμεσα στην αχαλίνωτη κυριαρχία μερικών και στην τυφλή εκδίκηση άλλων.
Η ύπαρξη αυτής της προκατάληψης κι η επίδρασή της πάνω στο νόημα που το κοινό έχει δώσει στη λέξη, εξηγείται εύκολα.
Ο άνθρωπος, όπως όλα τα ζωντανά όντα, προσαρμόζεται στις συνθήκες μέσα στις οποίες ζει και μεταβιβάζει κληρονομικά τις αποκτημένες του συνήθειες. Έτσι, έχοντας γεννηθεί και ζήσει μέσα στην υποδούλωση, όντας ο απόγονος μιας μακράς αλυσίδας σκλάβων, ο άνθρωπος, όταν άρχισε να σκέπτεται, πίστεψε ότι η υποδούλωση αποτελούσε μια βασική προϋπόθεση της ζωής κι η ελευθερία φαινόταν σ’ αυτόν αδύνατη. Ο εργάτης, παρόμοια, αναγκασμένος για αιώνες να εξαρτάται για να εργαστεί, δηλαδή, για να φάει, απ’ την καλή θέληση του αφεντικού του και συνηθισμένος να βλέπει την ίδια του τη ζωή στη διάθεση εκείνων που κατέχουν τη γη και το κεφάλαιο, έχει καταλήξει να πιστεύει, πως το αφεντικό του είναι που του δίνει τροφή και ρωτάει με αφέλεια πώς θα ‘ταν δυνατό να ζήσει, αν δεν είχε από πάνω του κανένα αφεντικό;
Με τον ίδιο τρόπο, ένας άνθρωπος του οποίου τα άκρα είναι ενωμένα απ’ η γέννα, αλλά που μολοντούτο έχει ανακαλύψει πώς να βαδίζει κουτσά στραβά, μπορεί ν’ αποδώσει στα ίδια ακριβώς αυτά τα δεσμά που τον παραλύουν, την ικανότητά του να κινείται, ενώ, αντίθετα, αυτά εκμηδένιζαν και παρέλυαν την μυϊκή ενέργεια των άκρων του.
Αν ύστερα προσθέσουμε στο φυσικό αποτέλεσμα της συνήθειας, την εκπαίδευση που παίρνει απ’ το αφεντικό του, τον παπά, το δάσκαλο κλπ. που έχουν όλοι συμφέρον να διδάσκουν ότι ο εργοδότης κι η κυβέρνηση είναι απαραίτητοι, αν προσθέσουμε το δικαστή και τον αστυνομικό, για ν’ αναγκάσουν εκείνους που σκέπτονται διαφορετικά – και που προσπαθούν ίσως να διαδώσουν τις απόψεις τους – να το βουλώσουν, θα καταλάβουμε πώς εδραιώθηκε η προκατάληψη αναφορικά με την χρησιμότητα και την αναγκαιότητα των αφεντικών και των κυβερνήσεων. Φανταστείτε ένα γιατρό να παρουσιάζει μια πλήρη θεωρία με χίλια-δυο έξυπνα επινοημένα παραδείγματα, για να πείσει τον άνθρωπο με τα ενωμένα άκρα πως, αν ελευθερωνόταν τα άκρα του, δε θα μπορούσε να περπατήσει, ή ακόμα και να ζήσει. Ο άνθρωπος θα υπεράσπιζε τα δεσμά του με σθένος και θα θεωρούσε σαν εχθρό του οποιονδήποτε θα προσπαθούσε να του τα κόψει.
Επομένως, αν οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η κυβέρνηση είναι απαραίτητη κι ότι δίχως κυβέρνηση θα υπάρξει αταξία και σύγχυση, είναι φυσικό και λογικό να υποθέτουμε ότι η αναρχία, η οποία σημαίνει απουσία κυβέρνησης, πρέπει επίσης να σημαίνει την απουσία τάξης.
Ούτε αυτό το γεγονός είναι απαράμιλλο μέσα στην ιστορία των λέξεων. Σ’ εκείνες τις εποχές και χώρες, όπου οι άνθρωποι θεωρούσαν απαραίτητη την κυβέρνηση από έναν άνθρωπο (μοναρχία), η λέξη δημοκρατία, (δηλαδή, η κυβέρνηση που ασκείται από πολλούς) χρησιμοποιήθηκε ακριβώς όπως κι η Αναρχία, για να υποδηλώσει την αταξία και τη σύγχυση. Ίχνη αυτού του νοήματος της λέξης μπορούν να βρεθούν ακόμα και στις λαϊκές διαλέκτους όλων σχεδόν των χωρών.
Όταν αλλάξει αυτή η γνώμη και το κοινό πειστεί πως η κυβέρνηση δεν είναι απαραίτητη, αλλά εξαιρετικά βλαβερή, η λέξη αναρχία, επειδή ακριβώς σημαίνει δίχως κυβέρνηση, θα γίνει ισοδύναμη με τη φυσική τάξη, την αρμονία των αναγκών και των συμφερόντων όλων, την πλήρη ελευθερία με πλήρη αλληλεγγύη.
Επομένως, δεν έχουν δίκιο εκείνοι που λένε ότι οι Αναρχικοί έχουν διαλέξει άσχημα το όνομά τους, επειδή είναι λαθεμένα κατανοημένο απ’ τις μάζες κι οδηγεί σε μια λαθεμένη ερμηνεία. Το λάθος δεν προέρχεται από τη λέξη αλλά απ’ το όλο πράγμα. Η δυσκολία που συναντούν οι Αναρχικοί, διαδίδοντας τις ιδέες τους, δεν εξαρτάται από το όνομα που έχουν δώσει στον εαυτό τους, αλλά απ’ το γεγονός ότι οι ιδέες τους πλήττουν ολοκληρωτικά τις βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις τις οποίες έχουν οι άνθρωποι για τη λειτουργία της κυβέρνησης, ή του κράτους, όπως λέγεται.
Πρωτού να προχωρήσουμε παραπέρα, θα ‘ναι καλό να εξηγήσουμε αυτή την τελευταία λέξη (το Κράτος) που, κατά τη γνώμη μας, αποτελεί την αληθινή αιτία πολλής παρανόησης.
Οι αναρχικοί γενικά χρησιμοποιούν τη λέξη Κράτος για να υποδηλώσουν όλο εκείνο το σύνολο θεσμών, πολιτικών, νομοθετικών, δικαστικών, στρατιωτικών, οικονομικών κλπ. με τους οποίους η διαχείριση των δικών τους υποθέσεων, η καθοδήγηση της προσωπικής τους πορείας κι η φροντίδα περιφρούρησης της ίδιας τους της ασφάλειας, αφαιρούνται απ’ τους ανθρώπους και ανατίθενται σε ορισμένα άτομα κι αυτά, είτε με σφετερισμό είτε με εκλογή, προικίζονται με το δικαίωμα να κάνουν νόμους, που να ισχύουν για όλους και να αναγκάζουν το κοινό να τους σέβεται, κάνοντας, γι’ αυτό το σκοπό, χρήση της συλλογικής δύναμης της κοινότητας.
Σ’ αυτή την περίπτωση η λέξη Κράτος σημαίνει κυβέρνηση, ή αν προτιμάτε, αποτελεί την αφηρημένη έκφραση της οποίας η προσωποποίηση είναι η κυβέρνηση. Συνακόλουθα, τέτοιες εκφράσεις όπως Κατάργηση του Κράτους, ή Κοινωνία δίχως το Κράτος, συμφωνούν τέλεια με την αντίληψη με την οποία οι Αναρχικοί θέλουν να εκφράσουν την καταστροφή κάθε πολιτικού θεσμού, που βασίζεται στην εξουσία και τη συγκρότηση μιας ελεύθερης κι εξισωτικής κοινωνίας, που βασίζεται στην αρμονία των συμφερόντων και στην εθελοντική συνεισφορά όλων για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών.
Όμως η λέξη Κράτος έχει πολλά άλλα νοήματα κι ανάμεσα σ’ αυτά είναι μερικά που προσφέρονται για παρερμηνεία, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιούνται μεταξύ ανθρώπων των οποίων η θλιβερή κοινωνική κατάσταση δεν τους έχει προσφέρει την άνεση να συνηθίσουν τις λεπτές διακρίσεις της επιστημονικής γλώσσας, ή, χειρότερα, όταν υιοθετούνται δόλια από εχθρούς, που ενδιαφέρονται να προκαλέσουν σύγχυση στην έννοια ή δεν επιθυμούν να την καταλάβουν. Έτσι η λέξη Κράτος χρησιμοποιείται συχνά για να υποδηλώσει οποιαδήποτε δοσμένη κοινωνία, ή συνάθροιση ανθρώπινων όντων, ενωμένων σε μια δοσμένη εδαφική περιοχή και που αποτελεί εκείνο που ονομάζουμε κοινωνική ομάδα, ανεξάρτητα απ’ τον τρόπο με τον οποίο ομαδοποιούνται τα μέλη του παραπάνω σώματος ή απ’ τις σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσά τους. Η λέξη Κράτοςχρησιμοποιείται επίσης απλά σαν ένα συνώνυμο της κοινωνίας. Εξαιτίας αυτών των νοημάτων της λέξης, οι εχθροί μας πιστεύουν, ή μάλλον υποκρίνονται ότι πιστεύουν, ότι οι Αναρχικοί θέλουν να καταργήσουν κάθε κοινωνική σχέση και κάθε συλλογική δουλειά και να υποβιβάσουν τον άνθρωπο σε μια κατάσταση απομόνωσης, δηλαδή, σε μια κατάσταση χειρότερη απ’ τη βαρβαρότητα.
Με τη λέξη Κράτος, ξανά, εννοείται μόνο η ανώτατη διοίκηση μιας χώρας, η κεντρική εξουσία, σε αντίθεση με την περιφερειακή ή κοινοτική εξουσία κι επομένως ορισμένοι άλλοι νομίζουν ότι οι Αναρχικοί επιθυμούν απλά μια περιφερειακή αποκέντρωση, αφήνοντας άθικτη την αρχή της κυβέρνησης και συγχέουν έτσι την Αναρχία με την κοινοτική κυβέρνηση ή την κυβέρνηση των καντονιών.
Τέλος το Κράτος σημαίνει κατάσταση, τρόπο ζωής, την τάξη της κοινωνικής ζωής κλπ., κι επομένως λέμε, λογουχάρη, ότι είναι απαραίτητο ν’ αλλάξουμε την οικονομική κατάσταση των εργαζόμενων τάξεων ή ότι το Κράτος της Αναρχίας είναι το μόνο Κράτος που οικοδομείται πάνω στις αρχές της αλληλεγγύης κι άλλες παρόμοιες φράσεις. Έτσι, αν επίσης πούμε, με μια άλλη έννοια, ότι επιθυμούμε να καταργήσουμε το Κράτος, μπορεί να εμφανιστούμε αμέσως σαν παράλογοι κι αντιφατικοί.
Γι’ αυτούς τους λόγους, πιστεύουμε ότι θα ’ταν καλύτερα να χρησιμοποιούμε την έκφρασηκατάργηση του Κράτους όσο πιο λίγο μπορούμε και να την αντικαταστήσουμε με μια άλλη, πιο ξεκάθαρη και πιο συγκεκριμένη – την κατάργηση της κυβέρνησης.
Η τελευταία θα είναι η έκφραση που θα χρησιμοποιηθεί στην πορεία αυτού του δοκίμιου.
Έχουμε πει ότι Αναρχία σημαίνει κοινωνία δίχως κυβέρνηση. Αλλά είναι η συντριβή της κυβέρνησης δυνατή, επιθυμητή ή σοφή; Ας δούμε.
Τι είναι κυβέρνηση; Υπάρχει μια αρρώστια του ανθρώπινου μυαλού που ονομάζεται μεταφυσική τάση, η οποία κάνει τον άνθρωπο, αφού αφαιρέσει την ποιότητα από ένα αντικείμενο με λογική διαδικασία, να υπόκειται σ’ ένα είδος παραίσθησης που τον κάνει να συγχέει την αφαίρεση με το πραγματικό πράγμα. Αυτή η μεταφυσική τάση, παρά τα πλήγματα που έχει δεχθεί απ’ τη θετική επιστήμη, είναι ακόμα γερά ριζωμένη στο μυαλό της πλειονότητας των σημερινών συνανθρώπων μας. Έχει τέτοια επιρροή, που πολλοί θεωρούν την κυβέρνηση σαν πραγματική οντότητα, με ορισμένες δοσμένες ιδιότητες λογικής, δικαιοσύνης, ανεξάρτητα απ’ τους ανθρώπους που συγκροτούν την κυβέρνηση.
Για κείνους που σκέπτονται μ’ αυτό τον τρόπο, η κυβέρνηση, ή το Κράτος, είναι η αφηρημένη κοινωνική εξουσία κι εκπροσωπεί, πάντοτε αφηρημένα, το γενικό συμφέρον. Αποτελεί την έκφραση των δικαιωμάτων όλων και θεωρείται ότι περιορίζεται απ’ τα δικαιώματα του καθένα. Αυτός ο τρόπος κατανόησης της κυβέρνησης υποστηρίζεται από εκείνους που έχουν συμφέρον, για τους οποίους η διατήρηση της αρχής της εξουσίας αποτελεί μια επιτακτική αναγκαιότητα και πρέπει πάντοτε να επιβιώνει, παρά τα λάθη και τις πλάνες των προσώπων που εξασκούν την εξουσία.
Για μας, η κυβέρνηση αποτελεί το σύνολο των κυβερνώντων κι οι κυβερνώντες – βασιλιάδες, πρόεδροι, υπουργοί, μέλη του κοινοβουλίου – είναι εκείνοι που έχουν τη δύναμη να κάνουν νόμους που ρυθμίζουν τις σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και να επιβάλουν την υπακοή σ’ αυτούς τους νόμους. Είναι εκείνοι που καθορίζουν κι απαιτούν τους φόρους, επιβάλουν την στρατιωτική θητεία, δικάζουν και τιμωρούν τους παραβάτες του νόμου. Υποβάλουν τους ανθρώπους σε κανονισμούς και επιβλέπουν και επικυρώνουν τα ιδιωτικά συμβόλαια. Μονοπωλούν ορισμένους κλάδους της παραγωγής και των δημοσίων υπηρεσιών ή, αν θέλουν, όλη την παραγωγή και τις δημόσιες υπηρεσίες. Προωθούν ή εμποδίζουν την ανταλλαγή των αγαθών. Κάνουν πόλεμο ή ειρήνη με τις κυβερνήσεις των άλλων χωρών. Επιτρέπουν ή αναστέλλουν το ελεύθερο εμπόριο και πολλά άλλα πράγματα. Κοντολογίς, οι κυβερνήτες είναι εκείνοι που έχουν τη δύναμη, σ’ ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, να χρησιμοποιούν τη συλλογική δύναμη της κοινωνίας, δηλαδή, τη φυσική, πνευματική κι οικονομική δύναμη όλων, να υποχρεώνουν τον καθένα σύμφωνα με τη θέλησή τους. Κι αυτή η εξουσία αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, την ίδια ακριβώς την αρχή της κυβέρνησης και της εξουσίας.
Αλλά για ποιο λόγο υπάρχει η κυβέρνηση;
Γιατί να περιορίζει την ελευθερία και την πρωτοβουλία του καθένα για χάρη των άλλων ατόμων; Γιατί τους δίνει τη δύναμη να είναι τ’ αφεντικά, με ή χωρίς τη συγκατάθεση του καθένα; Μήπως οι κυβερνώντες είναι τόσο εξαιρετικά προικισμένοι άνθρωποι που να μπορούν ν’ αντιπροσωπεύουν τις μάζες και να ενεργούν για χάρη των συμφερόντων όλων των ανθρώπων, καλύτερα απ’ ό,τι θα μπορούσαν οι τελευταίοι να ενεργήσουν για λογαριασμό τους; Μήπως είναι τόσο αλάνθαστοι κι αδιάφθοροι ώστε να μπορεί κανείς να τους εμπιστευτεί, τη μοίρα του καθένα κι όλων, στηριζόμενος στη γνώση και την τιμιότητά τους;
Ακόμα κι αν υπήρχαν άνθρωποι με άπειρη τιμιότητα και γνώση, ακόμα κι αν υποθέσουμε ό,τι δεν έχει ποτέ συμβεί στην ιστορία κι ό,τι πιστεύουμε ότι δε θα μπορούσε ποτέ να συμβεί, δηλαδή, ότι η κυβέρνηση μπορεί να περιέρθει στους ικανότερους και τους καλύτερους, μήπως η κατοχή της κυβερνητικής εξουσίας θα προσέθετε τίποτα στην ευεργετική τους επίδραση; Δε θα την παρέλυε μάλλον ή θα την κατέστρεφε; Γιατί εκείνοι που κυβερνούν θεωρούν απαραίτητο να ασχολούνται με πράγματα που δεν καταλαβαίνουν και, πάνω απ’ όλα, να χάνουν το μεγαλύτερο μέρος της ενεργητικότητάς τους για να κρατηθούν στην εξουσία, προσπαθώντας να ικανοποιήσουν τους φίλους τους, να κρατήσουν κάτω από έλεγχο τους δυσαρεστημένους και να υποτάξουν τους εξεγερμένους;
Ξανά, έστω κι αν οι κυβερνήτες είναι καλοί ή κακοί, σοφοί ή αδαείς, πώς κερδίζουν την εξουσία; Επιβάλλονται με το δίκαιο του πολέμου της κατάκτησης ή της επανάστασης; Κι αν συμβαίνει αυτό, τί εγγυήσεις έχει το κοινό ότι οι νόμοι τους έγιναν με γνώμονα το κοινό καλό; Σ’ αυτή την περίπτωση είναι απλώς θέμα σφετερισμού κι αν η υπήκοοι είναι δυσαρεστημένοι δεν τους απομένει τίποτα άλλο παρά ν’ αποτινάξουν το ζυγό με τα όπλα. Μήπως οι κυβερνήτες εκλέγονται από μια ορισμένη τάξη ή κόμμα; Τότε θα θριαμβεύσουν αναπόφευκτα οι ιδέες αυτής της τάξης, ή του κόμματος και θα θυσιαστούν οι επιθυμίες και τα συμφέροντα των άλλων. Μήπως εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία; Τώρα οι αριθμοί αποτελούν το μόνο κριτήριο κι οι τελευταίοι είναι φανερό ότι δεν αποτελούν απόδειξη λογικής, δικαιοσύνης ή ικανότητας. Στην καθολική ψηφοφορία, αυτοί που εκλέγονται είναι εκείνοι που γνωρίζουν καλύτερα πώς να κερδίσουν τις μάζες. Η μειοψηφία, που μπορεί να συμβαίνει να είναι η μισή δύναμη των εκλογέων μείον ένα, θυσιάζεται. Επιπλέον, η εμπειρία έχει δείξει ότι είναι αδύνατο να βρεθεί ένα εκλογικό σύστημα που να εξασφαλίζει την πραγματικά την εκλογή της πραγματικής πλειοψηφίας.
Πολλές και διάφορες είναι οι θεωρίες με τις οποίες ορισμένοι άνθρωποι έχουν επιδιώξει να δικαιολογήσουν την ύπαρξη της κυβέρνησης. Βασίζονται, όμως, όλες, παραδεδεγμένα ή όχι, στην υπόθεση ότι τα άτομα μιας κοινωνίας έχουν αντίθετα συμφέροντα κι ότι μια εξωτερική ανώτερη δύναμη είναι απαραίτητη για να υποχρεώσει μερικούς να σέβονται τα συμφέροντα των άλλων, καθορίζοντας κι επιβάλλοντας έναν κανόνα ρύθμισης, σύμφωνα με τον οποίο τα αντιμαχόμενα συμφέροντα πρέπει να εναρμονίζονται όσο το δυνατό περισσότερο και σύμφωνα με τον οποίο ο καθένας πρέπει ν’ απολαμβάνει τη μεγαλύτερη δυνατή απόλαυση με τη μικρότερη δυνατή θυσία. Αν, λένε οι θεωρητικοί της εξουσιαστικής σχολής, τα συμφέροντα, οι τάσεις κι οι επιθυμίες ενός ατόμου
βρίσκονται σε αντίθεση μ’ εκείνες ενός άλλου ατόμου ή ίσως όλης της κοινωνίας, ποιός θα ‘χει το δικαίωμα και τη δύναμη να υποχρεώσει το ένα να σεβαστεί τα συμφέροντα του άλλου ή των άλλων; Ποιός θα μπορεί να εμποδίσει το συγκεκριμένο πολίτη να προσβάλει το γενικό καλό; Η ελευθερία του καθένα, λένε, έχει σαν όριό της την ελευθερία των άλλων. Αλλά ποιός θα καθορίσει αυτά τα όρια και ποιός θα επιβάλει το σεβασμό τους; Ο φυσικός ανταγωνισμός των συμφερόντων και των παθών δημιουργεί την αναγκαιότητα της κυβέρνησης και δικαιολογεί την εξουσία. Η εξουσία επεμβαίνει σα διαιτητής στον κοινωνικό ανταγωνισμό και καθορίζει τα όρια των δικαιωμάτων και των καθηκόντων του καθένα.
Αυτή είναι η θεωρία• αλλά για να είναι βάσιμη η θεωρία, πρέπει να βασίζεται σε μια εξήγηση των γεγονότων. Ξέρουμε καλά πως στην κοινωνική οικονομία επινοούνται πολύ συχνά διάφορες θεωρίες για να δικαιολογήσουν τα γεγονότα, δηλαδή, για να υπερασπίσουν τα προνόμια και να προκαλέσουν την ομαλή αποδοχή τους από εκείνους οι οποίοι αποτελούν τα θύματά τους. Ας εξετάσουμε εδώ αυτά καθεαυτά τα γεγονότα.
Σ’ ολόκληρη την ιστορική πορεία, όπως και στη σημερινή εποχή, η κυβέρνηση εμφανίζεται είτε σαν ωμή, βίαιη, αυθαίρετη κυριαρχία των πολλών απ’ τους λίγους ή αποτελεί ένα όργανο που επινοήθηκε για να εξασφαλίζει την κυριαρχία και το προνόμιο σ’ εκείνους που, με τη βία, την απάτη ή την κληρονομιά, έχουν οικειοποιηθεί όλα τα μέσα της ζωής και κύρια και πρωταρχικά τη γη, διαμέσου των οποίων κρατάνε υπόδουλους τους ανθρώπους, κάνοντάς τους να δουλεύουν για κείνους.
Οι κυβερνήσεις καταπιέζουν τους ανθρώπους με δυο τρόπους, είτε άμεσα, με ωμή βία, δηλαδή, φυσική βία, ή έμμεσα, απογυμνώνοντάς τους απ’ τα μέσα συντήρησης κι υποβιβάζοντάς τους έτσι στην αδυναμία. Η πολιτική εξουσία γεννήθηκε με την πρώτη μέθοδο• το οικονομικό προνόμιο προήλθε από τη δεύτερη. Οι κυβερνήσεις μπορούν επίσης να καταπιέσουν τον άνθρωπο επενεργώντας πάνω στη συναισθηματική του φύση και μ’ αυτό τον τρόπο συνιστούν τη θρησκευτική εξουσία. Κανένας άλλος λόγος δεν κρύβεται πίσω απ’ τη διάδοση των θρησκευτικών προλήψεων, εκτός απ’ το ότι υπερασπίζουν κι εδραιώνουν τα πολιτικά κι οικονομικά προνόμια.
Στην πρωτόγονη κοινωνία, όταν ο κόσμος δεν ήταν τόσο πυκνοκατοικημένος όσο είναι τώρα κι οι κοινωνικές σχέσεις ήταν λιγότερο πολύπλοκες, αν οποιαδήποτε περίσταση εμπόδιζε τη δημιουργία συνηθειών κι εθίμων αλληλεγγύης, ή κατέστρεφε τα ήδη υπάρχοντα κι εγκαθίδρυε την κυριαρχία ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο, οι δύο εξουσίες, η πολιτική κι η θρησκευτική, βρίσκονταν ενωμένες στα ίδια χέρια – συχνά στα χέρια ενός μόνο ατόμου. Εκείνοι που είχαν κατακτήσει και απομυζήσει τους άλλους, τους υποχρέωσαν να γίνουν υπηρέτες τους και να κάνουν τα πάντα γι’ αυτούς, σύμφωνα με τα καπρίτσια τους. Οι νικητές ήταν κάποτε ιδιοκτήτες, νομοθέτες, βασιλιάδες, δικαστές και δήμιοι.
Αλλά με την αύξηση του πληθυσμού, με την ανάπτυξη των αναγκών, με την πολυπλοκοποίηση των κοινωνικών σχέσεων, η παρατεινόμενη συνέχιση ενός τέτοιου δεσποτισμού έγινε αδύνατη. Για την ίδια τους την ασφάλεια, οι εξουσιαστές, συχνά παρά τη θέλησή τους, αναγκάστηκαν να στηριχτούν πάνω σε μια προνομιούχα τάξη, δηλαδή, σ’ ένα ορισμένο αριθμό ατόμων με κοινά συμφέροντα κι υποχρεώθηκαν επίσης να επιτρέψουν σε καθένα απ’ αυτά τα άτομα να φροντίσει τη συντήρησή του. Μολοντούτο επιφύλαξαν για τον εαυτό τους τον ανώτερο ή τελικό έλεγχο. Με άλλα λόγια, οι εξουσιαστές επιφύλαξαν στον εαυτό τους το δικαίωμα να εκμεταλλεύονται όλους, όπως τους βολεύει και έτσι να ικανοποιούν τη βασιλική τους ματαιοδοξία. Έτσι ο ιδιωτικός πλούτος αναπτύχθηκε κάτω απ’ τη σκιά της άρχουσας εξουσίας, για την προστασία της και – συχνά ασυνείδητα – σα συνεργός της. Η ιδιοκτητική τάξη εμφανίστηκε και, συγκεντρώνοντας λίγο-λίγο στα χέρια της όλα τα μέσα παραγωγής, τις ίδιες ακριβώς πηγές της ζωής – τη γεωργία, τη βιομηχανία και την ανταλλαγή – κατέληξε να γίνει εξουσία κι η ίδια. Αυτή η εξουσία, με την ανωτερότητα των μέσων δράσης της και τη μεγάλη μάζα των συμφερόντων που αγκαλιάζει, καταλήγει πάντα να υποτάσσει, περισσότερο ή λιγότερο φανερά, την πολιτική εξουσία, δηλαδή, την κυβέρνηση, την οποία κάνει χωροφύλακά της.
Αυτό το φαινόμενο έχει επαναληφθεί συχνά μέσα στην ιστορία. Κάθε φορά που, η φυσική ωμή βία, έχει επικρατήσει στην κοινωνία με στρατιωτική επιχείρηση, οι κατακτητές έχουν δείξει την τάση να συγκεντρώνουν στα χέρια τους την κυβέρνηση και την ιδιοκτησία. Επειδή όμως η κυβέρνηση δεν μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να παρακολουθεί την παραγωγή του πλούτου και να ελέγχει και να διευθύνει τα πάντα, το βρίσκει απαραίτητο να συμβιβαστεί με μια ισχυρή τάξη κι έτσι καθιερώνεται ξανά η ατομική ιδιοκτησία. Μαζί μ’ αυτή εμφανίζεται κι η διάκριση των δυο ειδών εξουσίας, της εξουσίας των προσώπων που ελέγχουν τη συλλογική δύναμη της κοινωνίας κι εκείνης των ιδιοκτητών, απ’ τους οποίους εξαρτώνται βασικά οι κυβερνώντες, επειδή οι ιδιοκτήτες ελέγχουν τις πηγές της συλλογικής δύναμης που αναφέραμε παραπάνω.
Αυτή η κατάσταση πραγμάτων δεν έχει ποτέ οξυνθεί τόσο πολύ όσο στη σημερινή εποχή. Η ανάπτυξη της παραγωγής, η τεράστια επέκταση του εμπορίου, η φοβερή δύναμη που έχει αποκτήσει το χρήμα κι όλες οι οικονομικές συνέπειες που πηγάζουν απ’ την ανακάλυψη της Αμερικής, η εφεύρεση των μηχανών κλπ. έχουν εξασφαλίσει τέτοια υπεροχή στην καπιταλιστική τάξη, που δεν ικανοποιείται πια με το να ποντάρει στην υποστήριξη της κυβέρνησης κι έχει καταλήξει να επιθυμεί το σχηματισμό της κυβέρνησης μέσα από τους κόλπους της• μια κυβέρνηση, που ν’ αποτελείται από μέλη της τάξης της, να βρίσκεται συνεχώς κάτω απ’ τον έλεγχό της και να είναι ειδικά οργανωμένη για να την υπερασπίζει ενάντια στην πιθανή εκδίκηση των απόκληρων. Απ’ αυτό το γεγονός αντλεί την καταγωγή του το σύγχρονο κοινοβουλευτικό σύστημα.
Η κυβέρνηση σήμερα αποτελείται από ιδιοκτήτες ή από ανθρώπους της τάξης τους, που βρίσκονται τόσο ολοκληρωτικά κάτω από’ την επιρροή τους, ώστε οι πιο πλούσιοι να μην το θεωρούν απαραίτητο να πάρουν ένα ενεργό μέρος οι ίδιοι. Ο Ρότσιλντ, λογουχάρη, δε χρειάζεται να γίνει βουλευτής ή υπουργός, του αρκεί να κρατάει εξαρτημένους απ’ αυτόν βουλευτές και υπουργούς.
Σε πολλές χώρες, το προλεταριάτο συμμετέχει εικονικά στην εκλογή της κυβέρνησης• αυτή είναι μια παραχώρηση που έχει κάνει η μπουρζουαζία (δηλαδή, η ιδιοκτητική τάξη), είτε για να εξασφαλίσει με το μέρος της την λαϊκή υποστήριξη, στη διαμάχη της με τη βασιλική ή την αριστοκρατική εξουσία, ή για ν’ αποπροσανατολίσει την προσοχή του λαού απ’ την ίδια του την χειραφέτηση, δίνοντάς του ένα φαινομενικό μερίδιο στην πολιτική εξουσία. Ανεξάρτητα όμως απ’ το αν το πρόβλεψε η μπουρζουαζία ή όχι, όταν παραχώρησε για πρώτη φορά στο λαό το δικαίωμα της ψήφου, το γεγονός είναι ότι το δικαίωμα αυτό έχει αποδειχθεί στην πραγματικότητα μια απάτη, που χρησιμεύει μόνο για την εδραίωση της εξουσίας της αστικής τάξης, ενώ δίνει στα πιο ενεργητικά στοιχεία του προλεταριάτου μόνο τη χιμαιρική ελπίδα της προσέγγισης στην εξουσία.
Το ίδιο συμβαίνει και με την καθολική ψηφοφορία – θα μπορούσαμε να πούμε, ιδιαίτερα στην καθολική ψηφοφορία – η κυβέρνηση έχει παραμείνει ο υπηρέτης κι ο χωροφύλακας της αστικής τάξης. Πώς θα μπορούσε να ’ναι διαφορετικά; Αν η κυβέρνηση μπορούσε να φτάσει στο σημείο να γίνει αντιπαθητική, αν η ελπίδα της δημοκρατίας δεν μπορούσε να είναι ποτέ τίποτα παραπάνω από μια αυταπάτη που εξαπατούσε το λαό, η ιδιοκτητική τάξη, νοιώθοντας ότι απειλούνται τα συμφέροντά της, θα επαναστατούσε αμέσως και θα χρησιμοποιούσε όλη τη δύναμη και την επιρροή, που προέρχεται απ’ την κατοχή του πλούτου, για να υποβιβάσει την κυβέρνηση στην απλή λειτουργία να ενεργεί σα χωροφύλακας.
Σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο, όποιο όνομα κι αν παίρνει η κυβέρνηση, όποια κι αν είναι η καταγωγή της, ή, η οργάνωσή της, η βασική της λειτουργία είναι πάντα να καταπιέζει και να εκμεταλλεύεται τις μάζες και να υπερασπίζει τους καταπιεστές και τους εκμεταλλευτές. Τα βασικά της χαρακτηριστικά κι αναπόσπαστα όργανα είναι ο χωροφύλακας κι ο φοροεισπράκτορας, ο στρατιώτης κι η φυλακή. Και σ’ αυτά προσθέτονται αναγκαστικά ο παπάς ή ο δάσκαλος, που προστατεύονται κι υποστηρίζονται απ’ την κυβέρνηση, για να καταστήσουν το πνεύμα των ανθρώπων δουλικό και να τους κάνουν πειθήνιους κάτω απ’ το ζυγό.
Βέβαια, πρόσθετα σ’ αυτή την πρωταρχική δουλειά, σ’ αυτό το βασικό τομέα της κυβερνητικής δράσης, έχουν προστεθεί με τον καιρό και άλλοι τομείς. Παραδεχόμαστε ακόμα ότι ποτέ ή σχεδόν ποτέ, δεν μπόρεσε να υπάρξει μια κυβέρνηση σε μια χώρα, που να ήταν εντελώς πολιτισμένη, δίχως να προσθέσει στις καταπιεστικές κι εκμεταλλευτικές της λειτουργίες κι άλλες χρήσιμες και αναπόσπαστες απ’ την κοινωνική ζωή. Αλλ’ αυτό το γεγονός δεν κάνει λιγότερο αληθινό το ότι η κυβέρνηση είναι, απ’ τη φύση της, ένα μέσο εκμετάλλευσης κι ότι η καταγωγή κι η θέση της την οδηγούν μοιραία στο να γίνει υπερασπιστής μιας άρχουσας τάξης, επιβεβαιώνοντας έτσι κι αυξάνοντας τα κακά της κυριαρχίας.
Η κυβέρνηση αναλαμβάνει το καθήκον να προστατεύσει, περισσότερο ή λιγότερο άγρυπνα, τη ζωή των πολιτών ενάντια σε άμεσες κι ωμές επιθέσεις, αναγνωρίζει και νομιμοποιεί έναν ορισμένο αριθμό δικαιωμάτων και πρωτόγονων συνηθειών κι εθίμων, δίχως τα οποία είναι αδύνατο να ζήσεις μέσα στην κοινωνία. Οργανώνει και διευθύνει ορισμένες δημόσιες υπηρεσίες, όπως το ταχυδρομείο, η συντήρηση κι η κατασκευή δρόμων, η φροντίδα της δημόσιας υγείας, φιλανθρωπικά ιδρύματα, εργατικές κατοικίες κλπ. και ποζάρει σαν προστάτης και ευεργέτης των φτωχών και των αδύνατων. Αλλά για ν’ αποδείξουμε την άποψή μας είναι αρκετό να παρατηρήσουμε πώς και γιατί εκπληρώνει αυτά τα καθήκοντα. Το γεγονός είναι πως ό,τι αναλαμβάνει η κυβέρνηση, εμπνέεται πάντα απ’ το πνεύμα της κυριαρχίας κι έχει την πρόθεση να υπερασπίσει, να επεκτείνει και να διαιωνίσει τα προνόμια της ιδιοκτησίας κι εκείνων των τάξεων, των οποίων η κυβέρνηση είναι ο αντιπρόσωπος κι ο υπερασπιστής.
Μια κυβέρνηση δεν μπορεί να κυβερνήσει για ένα οποιοδήποτε χρονικό διάστημα, δίχως να κρύψει την αληθινή της φύση πίσω απ’ το πρόσχημα της γενικής ωφέλειας. Δεν μπορεί να σεβαστεί τη ζωή των προνομιούχων, δίχως να προσποιηθεί ότι επιθυμεί να σεβαστεί τη ζωή όλων. Δεν μπορεί να κάνει να γίνουν ανεκτά τα προνόμια μερικών, δίχως να εμφανιστεί σαν υπερασπιστής των δικαιωμάτων όλων. «Ο νόμος» (και, φυσικά, αυτοί που έχουν κάνει το νόμο, δηλαδή, η κυβέρνηση) «έχει εκμεταλλευτεί», λέει ο Κροπότκιν, «τα κοινωνικά αισθήματα του ανθρώπου, ενσωματώνοντας σ’ αυτά εκείνες τις επιταγές της ηθικής, που έχει αποδεχτεί ο άνθρωπος, μαζί με ρυθμίσεις που είναι ωφέλιμες για τη μειονότητα – τους εκμεταλλευτές – κι αντίθετες με τα συμφέροντα εκείνων που μπορεί να εξεγέρθηκαν, γι’ αυτό δεν αποτελεί δείγμα ηθικής θεμελίωσης».
Μια κυβέρνηση δεν μπορεί να επιθυμεί την καταστροφή της κοινότητας, γιατί τότε αυτή και η άρχουσα τάξη δεν θα μπορέσουν να διεκδικήσουν τον πλούτο τους, που προέρχεται απ’ την εκμετάλλευση• ούτε θα μπορούσε ν’ αφήσει την κοινότητα να διευθύνει μόνη της τις δικές της υποθέσεις, γιατί τότε οι άνθρωποι θ’ ανακάλυπταν σύντομα πως αυτή (η κυβέρνηση) δεν χρειαζόταν για κανένα άλλο σκοπό, παρά μόνο για να υπερασπίζει την ιδιοκτητική τάξη που τους απομυζάει και δε θα δίσταζαν ν’ απαλλαγούν τόσο απ’ την κυβέρνηση όσο κι απ’ την ιδιοκτητική τάξη.
Σήμερα, μπροστά στα επίμονα κι απειλητικά αιτήματα του προλεταριάτου, οι κυβερνήσεις δείχνουν μια τάση επέμβασης στις σχέσεις ανάμεσα σε εργοδότες κι εργαζόμενους. Έτσι προσπαθούν να εγκλωβίσουν το εργατικό κίνημα και να αναχαιτίσουν με απατηλές μεταρρυθμίσεις τις απόπειρες των φτωχών να πάρουν ό,τι τους ανήκει, δηλαδή, ένα ίσο μερίδιο των ωραίων πραγμάτων της ζωής, που απολαμβάνουν άλλοι.
Θα πρέπει επίσης να θυμηθούμε ότι απ’ τη μια μεριά οι αστοί, δηλαδή, η ιδιοκτητική τάξη, πολεμούν μεταξύ τους και καταστρέφουν συνεχώς ο ένας τον άλλο κι απ’ την άλλη, ότι η κυβέρνηση, παρόλο που αποτελείται από αστούς κι ενεργεί σαν υπερασπιστής κι υπηρέτης τους, εξακολουθεί να προσπαθεί, όπως κάθε υπηρέτης κι υπερασπιστής, να χειραφετηθεί και να κυριαρχήσει πάνω στους υπηκόους της. Έτσι αυτό το παλινδρομικό παιχνίδι, αυτή η ταλάντευση ανάμεσα στην παραχώρηση και την αποχώρηση, αυτή η αναζήτηση συμμάχων ανάμεσα στο λαό κι ενάντια στις τάξεις κι ανάμεσα στις τάξεις κι ενάντια στις μάζες, συνθέτει την επιστήμη των κυβερνώντων και τυφλώνει τους αφελείς και τους φλεγματικούς, που περιμένουν πάντα να τους έρθει η σωτηρία από πάνω.
Μ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση δε αλλάζει τη φύση της. Αν ενεργεί σα ρυθμιστής ή εγγυητής των δικαιωμάτων και των καθηκόντων του καθένα, διαστρέφει το αίσθημα δικαιοσύνης. Δικαιώνει το άδικο και τιμωρεί κάθε ενέργεια που προσβάλει ή απειλεί τα συμφέροντα των κυβερνώντων και των ιδιοκτητών. Κηρύσσει δίκαιη και νόμιμη, την πιο απάνθρωπη εκμετάλλευση των εξαθλιωμένων, πράγμα που σημαίνει ένα αργό και συνεχές υλικό και ηθικό έγκλημα, το οποίο διαπράττεται από κείνους που έχουν πάνω σε κείνους που δεν έχουν. Ξανά, αν διευθύνει τις δημόσιες υπηρεσίες, προασπίζει πάντα τα συμφέροντα των κυβερνώντων και των ιδιοκτητών, χωρίς να ασχολείται με τα συμφέροντα των εργαζόμενων μαζών, παρά μόνο στο μέτρο που είναι απαραίτητο για να κάνουν τις μάζες να επωμιστούν πρόθυμα τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Αν διαφωτίζει, εμποδίζει και ευνουχίζει την αλήθεια και έχει την τάση να προετοιμάζει τα μυαλά και τις καρδιές των νέων για να γίνουν, είτε σκληροί τύραννοι, ή πειθήνιοι δούλοι, σύμφωνα με την τάξη στην οποία ανήκουν. Στα χέρια της κυβέρνησης γίνονται όλα ένα μέσο εκμετάλλευσης, όλα χρησιμεύουν σαν ένα αστυνομικό μέτρο, που είναι χρήσιμο για να κρατάει τους ανθρώπους κάτω από έλεγχο. Κι έτσι πρέπει να ’ναι. Αν η ζωή των ανθρώπων συνίσταται σε μια διαμάχη μεταξύ τους, είναι φυσικό ότι πρέπει να υπάρχουν κατακτητές και κατακτημένοι κι η κυβέρνηση, που αποτελεί το μέσο εξασφάλισης στους νικητές των αποτελεσμάτων της νίκης τους και διαιώνισης αυτών των αποτελεσμάτων, είναι βέβαιο ότι δε θα πέσει ποτέ στα χέρια εκείνων που έχουν ηττηθεί, είτε πρόκειται για μάχη που διεξήχθηκε στο πεδίο της φυσικής ή πνευματικής δύναμης, ή στο πεδίο της οικονομίας. Κι εκείνοι που πολέμησαν για να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους καλύτερες συνθήκες απ’ ό,τι μπορούν να έχουν οι άλλοι, για να κερδίζουν προνόμια και να προσθέσουν κυριαρχία στην εξουσία κι έχουν κερδίσει τη νίκη, είναι βέβαιο πως δε θα τη χρησιμοποιήσουν για να υπερασπιστούν τα δικαιώματα των νικημένων και να βάλουν όρια στη δική τους εξουσία και σ’ εκείνη των φίλων και των οπαδών τους.
Η κυβέρνηση – ή το Κράτος, αν θέλετε – σα δικαστής, διαιτητής του κοινωνικού ανταγωνισμού, αμερόληπτος διαχειριστής των δημοσίων συμφερόντων, αποτελεί ένα ψέμα, μια αυταπάτη, μια Ουτοπία, που ποτέ δεν υλοποιήθηκε και δεν μπορεί ποτέ να υλοποιηθεί. Αν στην πραγματικότητα τα συμφέροντα των ανθρώπων πρέπει να είναι πάντα ανταγωνιστικά, αν, όντως η διαμάχη μεταξύ των ανθρώπων έχει κάνει τους νόμους απαραίτητους για την ανθρώπινη κοινωνία κι η ελευθερία του ατόμου πρέπει να περιορίζεται απ’ την ελευθερία άλλων ατόμων, τότε ο καθένας θα επιδίωκε πάντα να κάνει τα συμφέροντά του να θριαμβεύσουν πάνω στα συμφέροντα των άλλων. Ο καθένας θα προσπαθούσε να επεκτείνει την ελευθερία του σε βάρος της ελευθερίας των άλλων και θα δημιουργούνταν μια κυβέρνηση. Όχι απλώς, επειδή θα ήταν περισσότερο ή λιγότερο ωφέλιμο για το σύνολο των μελών της κοινωνίας να έχουν μια κυβέρνηση, αλλά επειδή οι κατακτητές θα επιθυμούσαν να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους τούς καρπούς της νίκης. Θα επιθυμούσαν ουσιαστικά να υποτάξουν τους νικημένους και ν’ απαλλαγούν απ’ τη σκοτούρα να βρίσκονται πάντα σε αμυντική θέση και θα διόριζαν ανθρώπους, ειδικά προσαρμοσμένους σ’ αυτή τη δουλειά, να ενεργούν σαν αστυνομία. Αν πραγματικά συνέβαινε αυτό, τότε η ανθρωπότητα θα ’ταν καταδικασμένη να εξαφανιστεί, ανάμεσα σε περιοδικούς αγώνες μεταξύ της τυραννίας των εξουσιαστών και της εξέγερσης των υπόδουλων.
Αλλά ευτυχώς το μέλλον της ανθρωπότητας είναι πιο ρόδινο, γιατί ο νόμος που την κυβερνάει είναι πιο ήπιος.
Το δεύτερο μέρος του δοκιμίου στα ελληνικά
Το πρώτο μέρος του δοκιμίου στα αγγλικά
Shortlink: http://wp.me/pyR3u-bdj
Ο άνθρωπος έχει δυο θεμελιακά χαρακτηριστικά, το ένστικτο της αυτοσυντήρησής του, δίχως το οποίο δε θα μπορούσε να υπάρξει κανένα ον και το ένστικτο της διατήρησης του είδους του, δίχως το οποίο δε θα είχε εξελιχθεί ή συνεχίσει να ζει κανένα είδος. Ο άνθρωπος ωθείται απ’ τη φύση του να υπερασπίσει από κάθε κίνδυνο την ίδια του την ύπαρξη κι ευημερία καθώς κι εκείνη των παιδιών του. Τα ζωντανά όντα βρίσκουν στη φύση δυο τρόπους για να εξασφαλίσουν την ύπαρξή τους και να την κάνουν πιο ευχάριστη. Ο ένας βρίσκεται στην πάλη του ατόμου με τα φυσικά στοιχεία και με άλλα άτομα του ίδιου ή διαφορετικού είδους• ο άλλος βρίσκεται στην αμοιβαία υποστήριξη, ή συνεργασία, που μπορεί ίσως επίσης να περιγραφεί σαν ένωση για αγώνα ενάντια σ’ όλους τους φυσικούς παράγοντες, που είναι καταστροφικοί για την ύπαρξη, ή για την ανάπτυξη και την ευημερία των μελών.
Δεν χρειάζεται να ερευνήσουμε ποιούς αντίστοιχους ρόλους, στην ανάπτυξη του οργανικού κόσμου, παίρνουν αυτές οι δυο αρχές του ανταγωνισμού και της συνεργασίας.
Είναι αρκετό να παρατηρήσουμε πως η συνεργασία μεταξύ των ανθρώπων (είτε είναι επιβεβλημένη, είτε εθελοντική) έχει γίνει το μόνο μέσο προόδου, βελτίωσης ή εγγύησης της ασφάλειας και πως ο ανταγωνισμός – κατάλοιπο μιας προηγούμενης φάσης της ζωής – έχει γίνει ολότελα ακατάλληλος σα μέσο εξασφάλισης της ευημερίας των ατόμων και δημιουργεί, αντίθετα, πληγές σε όλους, τόσο στους κατακτητές όσο και στους κατακτημένους.
Η συσσωρευμένη και μεταβιβασμένη εμπειρία διαδοχικών γενιών, έχει διδάξει τον άνθρωπο ότι αν ενωθεί με άλλους ανθρώπους εξασφαλίζεται καλύτερα η συντήρηση κι αυξάνεται η ευημερία του. Έτσι μέσα απ’ τον αγώνα για την επιβίωση, που διεξάγεται ενάντια στη φύση που τους περιβάλει κι ενάντια σε άτομα του δικού τους είδους, έχει αναπτυχθεί στους ανθρώπους το κοινωνικό ένστικτο κι έχει μεταμορφώσει ολοκληρωτικά τις συνθήκες της ζωής τους. Διαμέσου της συνεργασίας, ο άνθρωπος μπόρεσε να βγει απ’ τη ζωικότητα, έχει αποκτήσει μεγάλη δύναμη κι έχει ξεπεράσει τόσο πολύ τα άλλα ζώα, ώστε οι μεταφυσικοί φιλόσοφοι να πιστέψουν πως ήταν απαραίτητο να εφεύρουν γι’ αυτόν μια άυλη κι αθάνατη ψυχή.
Πολλές συνακόλουθες αιτίες έχουν συνεισφέρει στο σχηματισμό αυτού του κοινωνικού ενστίκτου που, ξεκινώντας απ’ τη ζωική βάση του ενστίκτου για τη διατήρηση του είδους, έχει τώρα γίνει τόσο διαδομένο και τόσο έντονο, ώστε συνιστά το βασικό στοιχείο της ηθικής φύσης του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος, όμως, που έχει εξελιχθεί από κατώτερους ζωικούς τύπους, ήταν ένα σωματικά αδύναμο ον, δίχως όπλα για να παλέψει ενάντια στα σαρκοβόρα θηρία. Αλλά διέθετε έναν εγκέφαλο, που μπορούσε ν’ αναπτυχθεί πολύ κι ένα φωνητικό όργανο, ικανό να εκφράσει τις διάφορες εγκεφαλικές δονήσεις, διαμέσου διαφόρων ήχων και χέρια προσαρμοσμένα ώστε να δώσουν στην ύλη την επιθυμητή μορφή. Θα πρέπει να αισθάνθηκε πολύ σύντομα την ανάγκη και τα πλεονεκτήματα της ένωσης με τους συνανθρώπους του. Όντως, μπορεί ακόμα και να ειπωθεί ότι μπόρεσε να ξεφύγει απ’ τη ζωικότητα, μόνον όταν έγινε κοινωνικός κι απόκτησε τη χρήση της γλώσσας, η οποία αποτελεί άμεση συνέπεια και δυνητικό παράγοντα της κοινωνικοποίησης.
Ο σχετικά μικρός αριθμός των ανθρώπινων ειδών έκανε τον αγώνα για την επιβίωση ανάμεσα σε ανθρώπους, ακόμα και πέρα απ’ τα όρια της ένωσης, λιγότερο οξύ, λιγότερο συνεχή και λιγότερο απαραίτητο. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να έχει ευνοήσει πολύ την ανάπτυξη αισθημάτων συμπάθειας κι έχει προσφέρει τα χρονικά περιθώρια για την ανακάλυψη και αξιολόγηση της ωφελιμότητας της αμοιβαίας υποστήριξης. Κοντολογίς, η κοινωνική ζωή έγινε η απαραίτητη προϋπόθεση της ύπαρξης του ανθρώπου, σα συνέπεια της ικανότητάς του να τροποποιεί το εξωτερικό του περιβάλλον και να το προσαρμόζει σύμφωνα με τις ανάγκες του, με την εξάσκηση των αρχέγονων δυνάμεών του, σε συνεργασία μ’ ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο αριθμό συνεργατών. Οι επιθυμίες του έχουν γίνει ανάγκες. Κι ο καταμερισμός της εργασίας γεννήθηκε απ’ τη μεθοδική χρησιμοποίηση της φύσης απ’ τον άνθρωπο, για λογαριασμό του. Επομένως, όπως εξελίχτηκε τώρα, ο άνθρωπος δε θα μπορούσε να ζήσει χωριστά απ’ τους συνανθρώπους του, δίχως να ξαναπέσει σε μια ζωώδη κατάσταση. Διαμέσου των εκλεπτυσμού της αισθαντικότητας, με τον πολλαπλασιασμό των κοινωνικών σχέσεων και διαμέσου της συνήθειας, που επισφράγισε το είδος με κληρονομική μεταβίβαση χιλιάδων χρόνων, αυτή η ανάγκη για κοινωνική ζωή, αυτή η ανταλλαγή σκέψεων και στοργής ανάμεσα στους ανθρώπους, έγινε απαραίτητη για τον οργανισμό μας. Μεταμορφώθηκε σε συμπάθεια, φιλία κι αγάπη κι επιβιώνει ανεξάρτητα απ’ τα υλικά πλεονεκτήματα που εξασφαλίζει η ένωση. Τόσο πολύ ισχύει αυτό, ώστε ο άνθρωπος αντιμετωπίζει συχνά κάθε λογής βάσανα κι ακόμα και το θάνατο, για την ικανοποίηση αυτών των αισθημάτων.
Το γεγονός είναι ότι στον αγώνα για την επιβίωση ανάμεσα στους ανθρώπους, αποδόθηκε ένας ολότελα διαφορετικός χαρακτήρας, από εκείνον που έχει η διαμάχη μεταξύ των κατώτερων ζώων, εξαιτίας των τεράστιων πλεονεκτημάτων που προσφέρει στον άνθρωπο η ένωση, των δυνατοτήτων του να ενωθεί μ’ ένα ολοένα αυξανόμενο αριθμό ατόμων και να υπεισέρθει σε ολοένα πιο στενές και πολύπλοκες σχέσεις, ως ότου φθάσει στην ένωση με όλη την ανθρωπότητα και τέλος, πιο πολύ απ’ όλα ίσως, απ’ την ικανότητά του να παράγει, εργαζόμενος σε συνεργασία με άλλους, περισσότερα απ’ όσα χρειάζεται για να ζήσει. Είναι φανερό ότι αυτές οι αιτίες, μαζί με τα αισθήματα στοργής που πηγάζουν απ’ αυτές, θα πρέπει να δίνουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στην πάλη για την επιβίωση ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα.
Παρόλο που οι ερευνητές σύγχρονων φυσιογνωστών μας φέρνουν καθημερινά νέες αποδείξεις, πως η συνεργασία έχει παίξει κι εξακολουθεί να παίζει, τον πιο σημαντικό ίσως ρόλο στην ανάπτυξη του οργανικού κόσμου, η διαφορά ανάμεσα στην ανθρώπινη πάλη για επιβίωση και σ’ εκείνη των κατώτερων ζωών είναι τρομακτική. Στην πραγματικότητα είναι ανάλογη με την απόσταση που χωρίζει τον άνθρωπο απ’ τα άλλα ζώα. Κι αυτό επαληθεύτηκε παρόλα αυτά απ’ αυτή τη θεωρία του Χάξλεϋ, που η αστική τάξη έχει εξαντλήσει ολότελα, μη υποπτευόμενη το βαθμό στον οποίο η αμοιβαία συνεργασία έχει βοηθήσει την ανάπτυξη των κατώτερων ζωών.
Τα κατώτερα ζώα πολεμούν είτε ατομικά, ή, πιο συχνά, σε μικρές μόνιμες ή προσωρινές ομάδες ενάντια σ’ ολόκληρη τη φύση, συμπεριλαμβανομένων σ’ αυτή κι άλλων ζώων του δικού τους είδους. Μερικά απ’ τα πιο κοινωνικά ζώα, όπως τα μυρμήγκια, οι μέλισσες κλπ. ενώνονται μαζί στην ίδια μυρμηγκοφωλιά ή κυψέλη, αλλά βρίσκονται σε πόλεμο ή παραμένουν αδιάφορα, απέναντι σε άλλες κοινότητες του δικού τους είδους. Η ανθρώπινη πάλη με τη φύση, αντίθετα, τείνει πάντα να διευρύνει την ένωση των ανθρώπων, να ενοποιεί τα συμφέροντά τους και ν’ αναπτύσσει τα αισθήματα στοργής κάθε ατόμου προς όλα τα άλλα, έτσι ώστε ενωμένα να μπορούν να κυριαρχήσουν πάνω στους κινδύνους της εξωτερικής φύσης, με την ανθρωπότητα και υπέρ αυτής.
Κάθε αγώνας που κατευθύνεται προς την απόκτηση πλεονεκτημάτων, ανεξάρτητα απ’ τους άλλους ανθρώπους και σε αντίθεση μ’ αυτούς, έρχεται σε αντίφαση με την κοινωνική φύση του σύγχρονου ανθρώπου και τείνει να την οδηγήσεις πίσω σε μια πιο ζωώδη κατάσταση.
Η ΑΛΛΕΛΕΓΓΥΗ, δηλαδή, η αρμονία των συμφερόντων και των αισθημάτων, η συμμετοχή του καθένα στο καλό όλων, κι όλων στο καλό του καθένα, είναι η μόνη κατάσταση στην οποία ο άνθρωπος μπορεί να ’ναι πιστός απέναντι στη φύση του και να φθάνει στην ανώτερη ανάπτυξη και ευτυχία. Αυτός είναι ο σκοπός προς τον οποίο τείνει η ανθρώπινη ανάπτυξη. Είναι ο μόνος μεγάλος κανόνας, που είναι ικανός να συμβιβάσει όλους τους τωρινούς ανταγωνισμούς στην κοινωνία, που θα ήταν διαφορετικά ασυμβίβαστοι. Κάνει την ελευθερία του καθένα να βρει όχι τα όριά της, αλλά το συμπλήρωμά της, την απαραίτητη προϋπόθεση της συνεχούς ύπαρξής της – στην ελευθερία όλων.
«Κανένας άνθρωπος», λέει ο Μιχαήλ Μπακούνιν, «δεν μπορεί ν’ αναγνωρίσει τη δική του ανθρώπινη αξία ή να πραγματοποιήσει συνακόλουθα την πλήρη του ανάπτυξη, αν δεν αναγνωρίσει την αξία των συνανθρώπων του και, σε συνεργασία μ’ αυτούς, δεν πραγματοποιήσει τη δική του ανάπτυξη διαμέσου αυτών. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να χειραφετηθεί, αν δεν χειραφετεί ταυτόχρονα εκείνους που βρίσκονται γύρω του. Η ελευθερία μου είναι η ελευθερία όλων, γιατί δεν είμαι πραγματικά ελεύθερος – ελεύθερος όχι μόνο στη σκέψη αλλά και στην πράξη – αν η ελευθερία μου και το δικαίωμά μου δε βρίσκουν την επιβεβαίωση και την επικύρωσή τους στην ελευθερία και το δικαίωμα όλων των ανθρώπων, που είναι ίσοι με μένα. Μ’ ενδιαφέρει πολύ τί είναι οι άλλοι άνθρωποι, γιατί όσο ανεξάρτητος κι αν μπορεί να φαίνομαι, ή μπορεί να πιστεύω πως είμαι, χάρη στην κοινωνική μου θέση, είτε είμαι Πάπας, Τσάρος, Αυτοκράτορας ή Πρωθυπουργός, είμαι πάντα το προϊόν εκείνων που είναι οι κατώτεροι ανάμεσα στους ανθρώπους. Αν αυτοί είναι αδαείς, εξαθλιωμένοι ή υποδουλωμένοι, η ύπαρξή μου περιορίζεται απ’ την άγνοια, την εξαθλίωση ή την υποδούλωσή τους. Εγώ, παρόλο που είμαι έξυπνος και φωτισμένος άνθρωπος, αποβλακώνομαι απ’ την ηλιθιότητά τους• παρόλο που είμαι γενναίος, υποδουλώνομαι απ’ την υποδούλωσή τους• παρόλο που είμαι πλούσιος, τρέμω μπροστά στην φτώχεια τους• παρόλο που είμαι προνομιούχος, χλωμιάζω στη σκέψη της πιθανής δικαιοσύνης γι’ αυτούς. Εγώ, που επιθυμώ να είμαι ελεύθερος, δεν μπορώ να είμαι, γιατί υπάρχουν γύρω μου άνθρωποι που δεν επιθυμούν ακόμα την ελευθερία και το ότι δεν την επιθυμούν, γίνεται, παρά τη θέλησή μου, το όργανο της καταπίεσής μου».
Η αλληλεγγύη τότε αποτελεί την κατάσταση στην οποία ο άνθρωπος πετυχαίνει τον ανώτερο βαθμό ασφάλειας κι ευημερίας. Επομένως, ο ίδιος ο εγωισμός, η αποκλειστική επιδίωξη των ατομικών συμφερόντων, ωθεί τον άνθρωπο και την ανθρώπινη κοινωνία προς την κατεύθυνση της αλληλεγγύης. Ή μάλλον ο εγωισμός κι ο αλτρουισμός (η επιδίωξη των συμφερόντων των άλλων) ενώνονται σ’ αυτό το αίσθημα, καθώς το συμφέρον του ατόμου ταυτίζεται με τα συμφέροντα της κοινωνίας.
Ο άνθρωπος, όμως, δεν μπορούσε να περάσει αμέσως απ’ τη ζωώδη κατάσταση στην ανθρωπότητα• απ’ την ωμή διαμάχη μεταξύ ανθρώπων, στο συλλογικό αγώνα όλων των ανθρώπων, ενωμένων σε μια αδελφότητα αλληλοβοήθειας ενάντια στην εξωτερική φύση.
Οδηγούμενος απ’ τα πλεονεκτήματα που προσφέρουν η ένωση κι ο συνακόλουθος καταμερισμός της εργασίας, ο άνθρωπος εξελίχθηκε προς την κατεύθυνση της αλληλεγγύης, αλλά η εξέλιξή του αντιμετώπισε ένα εμπόδιο που τον οδήγησε κι εξακολουθεί να τον οδηγεί, μακριά απ’ το σκοπό του. Ανακάλυψε ότι μπορούσε να υλοποιήσει τα πλεονεκτήματα της ένωσης, τουλάχιστον ως ένα ορισμένο σημείο και για τις υλικές και πρωτόγονες ανάγκες που αποτελούσαν τότε όλες του τις ανάγκες, υποτάσσοντας σ’ αυτόν άλλους ανθρώπους, αντί να ενωθεί μαζί τους κάτω από ίσους όρους. Έτσι τα θηριώδη κι αντικοινωνικά ένστικτα, που κληρονομήθηκαν απ’ την κτηνώδη του καταγωγή, κατέβαλαν ξανά την πρωτοκαθεδρία. Ανάγκασε τον πιο αδύναμο να δουλεύει γι’ αυτόν, προτιμώντας να εξουσιάζει μάλλον τους συνανθρώπους του παρά α ενώνεται αδελφικά μαζί τους. Επίσης, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι πιθανό ότι ο άνθρωπος έμαθε για πρώτη φορά τα πλεονεκτήματα της ένωσης και τη βοήθεια που μπορεί να παρασχεθεί απ’ την αμοιβαία υποστήριξη, εκμεταλλευόμενος τους κατακτημένους.
Έτσι έχει προκύψει το ότι η επιβεβαίωση της ωφελιμότητας της συνεργασίας, που έπρεπε να οδηγήσει στο θρίαμβο της αλληλεγγύης σ’ όλα τα ανθρώπινα μελήματα, χρησιμοποιήθηκαν προς όφελος της ατομικής ιδιοκτησίας και της κυβέρνησης• με άλλα λόγια, στην εκμετάλλευση της εργασίας των πολλών, για χάρη της προνομιούχας μειοψηφίας.
Πάντοτε υπήρχε ένωση και συνεργασία, δίχως τις οποίες θα ’ταν αδύνατη η ανθρώπινη ζωή• αλλά υπήρξε συνεργασία που επιβλήθηκε και ρυθμίστηκε από τους λίγους για το δικό τους ιδιαίτερο συμφέρον.
Απ’ αυτό το γεγονός προκύπτει μια μεγάλη αντίφαση, απ’ την οποία είναι γεμάτη η ιστορία της ανθρωπότητας. Απ’ τη μια μεριά, ανακαλύπτουμε την τάση για ένωση κι αδελφοποίηση, με σκοπό την κατάκτηση και την προσαρμογή του εξωτερικού κόσμου στις ανθρώπινες ανάγκες και για την ικανοποίηση των ανθρώπινων συναισθημάτων• απ’ την άλλη μεριά, ανακαλύπτουμε την τάση για διαίρεση σε τόσες πολλές ξεχωριστές κι εχθρικές φατρίες, όσο διαφορετικές είναι οι συνθήκες ζωής. Αυτές οι φατρίες καθορίζονται, λογουχάρη, απ’ τις γεωγραφικές κι εθνολογικές συνθήκες, από διαφορές της οικονομικής τους θέσης, από προνόμια που αποκτήθηκαν από μερικούς και επιδιώκονταν από άλλους, ή απ’ την αντοχή στη δυστυχία, με την πάντα ξαναεμφανιζόμενη επιθυμία για εξέγερση.
Η αρχή του ο καθένας για τον εαυτό του, δηλαδή, του πολέμου όλων ενάντια σε όλους, κατέληξε με την πορεία του χρόνου να κάνει πιο περίπλοκο, να παρασύρει και να παραλύσει, τον πόλεμο όλων ενάντια στη φύση, για το κοινό όφελος της ανθρώπινης φυλής, ο οποίος μπορούσε να ’ναι απόλυτα πετυχημένος μόνον αν η δράση διεξαγόταν με βάση την αρχή του όλοι για τον καθένα κι ο καθένας για όλους.
Μεγάλα υπήρξαν τα κακά που υπόφερε η ανθρωπότητα απ’ αυτή την ανάμιξη της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης με την ανθρώπινη ένωση. Αλλά παρά την βάναυση καταπίεση στην οποία υποτάχθηκαν οι μάζες, τη μιζέρια, τη φαυλότητα, το έγκλημα και τον εξευτελισμό που γεννάνε η καταπίεση και η υποδούλωση ανάμεσα στους δούλους και τ’ αφεντικά τους και παρά τα μίση, τους εξοντωτικούς πολέμους και τους ανταγωνισμούς των τεχνητά δημιουργημένων συμφερόντων, το κοινωνικό ένστικτο επιβίωσε κι ακόμα αναπτύχθηκε. Η συνεργασία, όντας πάντα η απαραίτητη προϋπόθεση για μια πετυχημένη μάχη ενάντια στην εξωτερική φύση, υπήρξε γι’ αυτό το λόγο η μόνιμη αιτία της συνένωσης των ανθρώπων και συνακόλουθα της ανάπτυξης των αισθημάτων συμπαθείας. Ακόμα κι η καταπίεση των μαζών έχει προκαλέσει την αδελφοποίηση των καταπιεζομένων. Πραγματικά, αποκλειστικά και μόνο σ’ αυτό το αίσθημα αλληλεγγύης, που είναι περισσότερο ή λιγότερο συνειδητό και περισσότερο ή λιγότερο διάχυτο ανάμεσα στους καταπιεζόμενους, οφείλεται το ότι οι τελευταίοι μπόρεσαν να υπομείνουν την καταπίεση και ν’ αντισταθούν στις αιτίες του θανάτου μέσα στους κόλπους τους.
Στη σημερινή εποχή, η τεράστια ανάπτυξη της παραγωγής, η αύξηση των ανθρώπινων αναγκών, που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν παρά μόνο με τις ενωμένες προσπάθειες ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων σε όλες τις χώρες, η επέκταση τω μέσων επικοινωνίας, των ταξιδιωτικών συνηθειών, της επιστήμης, της λογοτεχνίας, του εμπορίου, ακόμα και το ίδιου του πολέμου – όλα αυτά έχουν μετατρέψει την ανθρωπότητα κι εξακολουθούν να τη μετατρέπουν σ’ ένα σύνθετο σώμα, κάθε τμήμα του οποίου είναι στενά συνυφασμένο με τα άλλα και μπορεί να βρει την ικανοποίηση και την ελευθερία του μόνον με την ανάπτυξη κι υγεία όλων των άλλων τμημάτων που σχηματίζουν το σύνολο.
Ο κάτοικος της Νεάπολης ενδιαφέρεται εξίσου για την βελτίωση των συνθηκών υγιεινής των ανθρώπων που ζούνε στις όχθες του Γάγκη, απ’ όπου τού έρχεται η χολέρα, όσο και για τη βελτίωση του αποχετευτικού συστήματος της ίδιας του της πόλης. Η ευημερία, η ελευθερία ή η τύχη του βουνήσιου, που ζει χαμένος ανάμεσα στους κατακόρυφους γκρεμούς των Απεννίνων, δεν εξαρτάται μόνο απ’ την κατάσταση της ευημερίας ή ακόμα κι απ’ την εξαθλίωση μέσα στην οποία ζούνε οι κάτοικοι του χωριού του ή ακόμα απ’ τη γενικότερη κατάσταση του Ιταλικού λαού, αλλά επίσης κι απ’ την κατάσταση των εργατών στην Αμερική ή στη Αυστραλία, απ’ την ανακάλυψη ενός Σουηδού επιστήμονα, απ’ τις ηθικές κι υλικές συνθήκες των Κινέζων, απ’ τον πόλεμο ή την ειρήνη στην Αφρική, κοντολογίς, εξαρτάται απ’ όλες τις μεγάλες και μικρές περιστάσεις που επηρεάζουν την ανθρώπινη ζωή σ’ οποιοδήποτε σημείο του κόσμου.
Στη σημερινή κατάσταση της κοινωνίας, η μεγάλη αλληλεγγύη, που ενώνει όλους τους ανθρώπους, είναι σε μεγάλο βαθμό ασυνείδητη, αφού ξεπροβάλει αυθόρμητα μέσα απ’ την διένεξη ιδιαίτερων συμφερόντων, ενώ οι άνθρωποι ασχολούνται λίγο ή καθόλου με τα γενικά συμφέροντα. Κι αυτό αποτελεί την πιο κατάφωρη απόδειξη πως η αλληλεγγύη είναι ο φυσικός νόμος της ανθρώπινης ζωής, που επιβάλλεται, παρά την ύπαρξη οποιουδήποτε εμποδίου, ακόμα κι εκείνων που δημιουργούνται τεχνητά απ’ την κοινωνία με τη σημερινή της σύνθεση.
Απ’ την άλλη μεριά, οι καταπιεζόμενες μάζες, που ποτέ δεν παραδόθηκαν ολοκληρωτικά στην καταπίεση και την εξαθλίωση και ου καθημερινά, όλο και πιο πολύ, φαίνονται να κατέχονται από πάθος για τη δικαιοσύνη, ελευθερία κι ευημερία, αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι μπορούν να χειραφετηθούν μόνον αν ενωθούν αλληλέγγυα με όλους τους καταπιεζόμενους κι εκμεταλλευόμενους όλου του κόσμου. Και καταλαβαίνουν επίσης ότι η αναπόσπαστη προϋπόθεση της χειραφέτησής τους είναι η κατοχή των παραγωγικών μέσων, της γης και των εργαλείων της εργασίας, που συνεπάγεται την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας. Η επιστήμη και η παρατήρηση των κοινωνικών φαινομένων δείχνουν ότι αυτή η κατάργηση θα ήταν, τελικά, φοβερά ωφέλιμη ακόμα και για τις προνομιούχες τάξεις, αρκεί μόνο να μπορούσαν να κάνουν τον εαυτό τους ν’ απαρνηθεί το πνεύμα της κυριαρχίας και να συμφωνούσαν να εργαστούν μαζί με όλους τους συνανθρώπους τους για τον κοινό σκοπό.
Τώρα, μπορούν οι καταπιεζόμενες μάζες ν’ αρνηθούν να εργαστούν μια μέρα για τους καταπιεστές τους; Μπορούν να πάρουν την κατοχή της γης και των εργαλείων της εργασίας και να τα χρησιμοποιήσουν προς όφελος όλων όσων εργάζονται; Μπορούν να μην υποταχθούν πια στην κυριαρχία είτε της ωμής βίας, ή του οικονομικού προνόμιου; Μπορούν ν’ αναπτυχθούν ανάμεσα στους ανθρώπους και να δώσουν ένα τέλος στη διαμάχη ανάμεσα στα έθνη, τα πνεύμα της ανθρώπινης συντροφικότητας και το αίσθημα της ανθρώπινης αλληλεγγύης, ενισχυμένα από κοινά συμφέροντα; Τι περιθώρια τότε θα έμεναν για την ύπαρξη μιας κυβέρνησης;
Όταν καταργείται η ατομική ιδιοκτησία, η κυβέρνηση, που αποτελεί τον υπερασπιστή της, πρέπει να εξαφανιστεί. Έτσι κι επιβιώσει, θα έτεινε συνεχώς ν’ ανοικοδομεί, κάτω απ’ τη μια μορφή ή την άλλη, μια προνομιούχα και καταπιεστική τάξη.
Αλλά η κατάργηση της κυβέρνησης δε σημαίνει το τέλος της ανθρώπινης ένωσης. Θα επέφερε το αντίθετο, γιατί η συνεργασία που σήμερα επιβάλεται και κατευθύνεται προς όφελος των λίγων, θα ’ταν ελεύθερη κι εθελοντική, κατευθυνόμενη προς όφελος των πολλών. Επομένως θα γινόταν πιο εντατική κι αποτελεσματική.
Το κοινωνικό ένστικτο και το αίσθημα αλληλεγγύης θ’ αναπτύσσονταν στον ανώτατο βαθμό και κάθε άτομο θα έκανε ό,τι μπορούσε για το καλό των άλλων, τόσο για την ικανοποίηση των δικών του καλά εννοουμένων συμφερόντων, όσο και για την ικανοποίησης των αισθημάτων συμπαθείας του.
Από την ελεύθερη ένωση όλων, θα γεννιόταν μια κοινωνική οργάνωση, διαμέσου της αυθόρμητης ομαδοποίησης των ανθρώπων, σύμφωνα με τις ανάγκες και τις συμπάθειές τους, από το κατώτερο στο ανώτερο, απ’ το απλό στο σύνθετο, ξεκινώντας απ’ το πιο άμεσα για να καταλήξει στα πιο απώτερα και γενικότερα συμφέροντα. Η οργάνωση θα είχε σα σκοπό της το μεγαλύτερο καλό και την πιο πλήρη ελευθερία όλων• θα κάλυπτε όλη την ανθρωπότητα σε μια κοινή αδελφότητα και θα τροποποιούνταν και θα βελτιώνονταν, καθώς θα τροποποιούνταν και θα άλλαζαν οι συνθήκες, σύμφωνα με τα διδάγματα της εμπειρίας.
Αυτή η κοινωνία των ελεύθερων ανθρώπων, αυτή η κοινωνία των φίλων θα ήταν η Αναρχία.
Shortlink: http://wp.me/pyR3u-bdD
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...